υμείς: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(42) |
m (Text replacement - "ὑμεῑς" to "ὑμεῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ὑμεῖς ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[υμές]], και αιολ. τ. [[ὔμμες]] Α<br />(ονομ. πληθ. της προσ. αντων. β' πρόσ. <i>συ</i>) <i>εσείς</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. του πληθυντικού του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας ανάγονται σε ΙΕ τ. (<i>y</i>)<i>us</i>-(<i>s</i>)<i>me</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>v</i><i>ō</i><i>s</i>, αρχ. ινδ. <i>yusm</i><i>ā</i><i>n</i>) και [[είναι]] ανάλογοι στον σχηματισμό και την [[κλίση]] τους με τους τ. του α' προσώπου (<b>βλ. λ.</b> [[ἡμεῖς]]). Στην ονομαστική μαρτυρούνται οι τ. αιολ. [[ὔμμες]], δωρ. [[ὑμές]], στη γενική ο αιολ. τ. <i>ὐμμέων</i>, ο δωρ. <i>ὑμέων</i>, ο ομηρ. <i>ὑμείων</i>, στη [[δοτική]] οι τ. [[ὔμμι]] και <i>ὔμμιν</i> στον Όμηρο, και <i>ὑμίν</i> στη δωρική και, [[τέλος]], στην [[αιτιατική]] ο αιολ. τ. [[ὔμμε]] και δωρ. <i>ὑμέ</i>. Στην ιωνική και αττική διάλεκτο η [[κλίση]] ακολουθεί το [[πρότυπο]] του α' προσώπου: [[ὑμεῖς]], <i>ὑμῶν</i>, <i>ὑμῖν</i>, <i>ὑμέας</i> / <i>ὑμᾶς</i>. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. <i>εσείς</i> / [[σεις]], από το θ. του εν. <i>σύ</i> και [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>εμείς</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 28 March 2021
Greek Monolingual
ὑμεῖς ΝΜΑ, και δωρ. τ. υμές, και αιολ. τ. ὔμμες Α
(ονομ. πληθ. της προσ. αντων. β' πρόσ. συ) εσείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. του πληθυντικού του β' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας ανάγονται σε ΙΕ τ. (y)us-(s)me (πρβλ. λατ. vōs, αρχ. ινδ. yusmān) και είναι ανάλογοι στον σχηματισμό και την κλίση τους με τους τ. του α' προσώπου (βλ. λ. ἡμεῖς). Στην ονομαστική μαρτυρούνται οι τ. αιολ. ὔμμες, δωρ. ὑμές, στη γενική ο αιολ. τ. ὐμμέων, ο δωρ. ὑμέων, ο ομηρ. ὑμείων, στη δοτική οι τ. ὔμμι και ὔμμιν στον Όμηρο, και ὑμίν στη δωρική και, τέλος, στην αιτιατική ο αιολ. τ. ὔμμε και δωρ. ὑμέ. Στην ιωνική και αττική διάλεκτο η κλίση ακολουθεί το πρότυπο του α' προσώπου: ὑμεῖς, ὑμῶν, ὑμῖν, ὑμέας / ὑμᾶς. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. εσείς / σεις, από το θ. του εν. σύ και κατά το πρότυπο του εμείς].