θυραίος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θυραῖος, -ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) [[θύρα]]<br />αυτός που βρίσκεται έξω από τη [[χώρα]], ο [[εξωτερικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στη [[θύρα]] ή έξω από τη [[θύρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο [[σπίτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[ξένη]] γη, ο [[αλλότριος]], ο [[ξένος]], ο [[ξενικός]] (α. «ἄνδρες θυραῖοι» — ξένοι, άλλοι άνθρωποι, <b>Ευρ.</b><br />β. «θυραῑα φρονήματ' ἀνδρῶν» — οι σκέψεις τών ξένων, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πράγματα) αυτός που ανήκει σε άλλον (α. «[[ὄλβος]] θυραῖος» — η [[ευτυχία]] τών άλλων, <b>Αισχύλ.</b><br />β. «θυραία [[χείρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που περιέχει τη [[θύρα]] («θυραῖος τοῑχος»)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ θυραία</i><br />η [[είσοδος]], το [[άνοιγμα]] της πόρτας<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «θυραῖος [[πόλεμος]]» — ο [[εξωτερικός]] [[πόλεμος]], ο [[εναντίον]] ξένων [[πόλεμος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον εμφύλιο, τον εσωτερικό, <b>Αισχύλ.</b><br />β) «θυραῖος ἐλθεῖν» — να έλθει από [[ξένη]] γη, <b>Ευρ.</b><br />γ) «τοὺς δ' ἐν θυραίοις» — αυτούς που ζουν σε [[ξένη]] γη<br />δ. «θυραῑον ἀμφὶ μηρόν» — [[γύρω]] απὸ τον [[γυμνό]] μηρό».
|mltxt=θυραῖος, -ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) [[θύρα]]<br />αυτός που βρίσκεται έξω από τη [[χώρα]], ο [[εξωτερικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στη [[θύρα]] ή έξω από τη [[θύρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο [[σπίτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από [[ξένη]] γη, ο [[αλλότριος]], ο [[ξένος]], ο [[ξενικός]] (α. «ἄνδρες θυραῖοι» — ξένοι, άλλοι άνθρωποι, <b>Ευρ.</b><br />β. «θυραῑα φρονήματ' ἀνδρῶν» — οι σκέψεις τών ξένων, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πράγματα) αυτός που ανήκει σε άλλον (α. «[[ὄλβος]] θυραῖος» — η [[ευτυχία]] τών άλλων, <b>Αισχύλ.</b><br />β. «θυραία [[χείρ]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που περιέχει τη [[θύρα]] («θυραῖος τοῑχος»)<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ θυραία</i><br />η [[είσοδος]], το [[άνοιγμα]] της πόρτας<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «θυραῖος [[πόλεμος]]» — ο [[εξωτερικός]] [[πόλεμος]], ο [[εναντίον]] ξένων [[πόλεμος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον εμφύλιο, τον εσωτερικό, <b>Αισχύλ.</b><br />β) «θυραῖος ἐλθεῖν» — να έλθει από [[ξένη]] γη, <b>Ευρ.</b><br />γ) «τοὺς δ' ἐν θυραίοις» — αυτούς που ζουν σε [[ξένη]] γη<br />δ. «θυραῖον ἀμφὶ μηρόν» — [[γύρω]] απὸ τον [[γυμνό]] μηρό».
}}
}}

Revision as of 13:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

θυραῖος, -ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) θύρα
αυτός που βρίσκεται έξω από τη χώρα, ο εξωτερικός
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στη θύρα ή έξω από τη θύρα
2. αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο σπίτι
3. αυτός που προέρχεται από ξένη γη, ο αλλότριος, ο ξένος, ο ξενικός (α. «ἄνδρες θυραῖοι» — ξένοι, άλλοι άνθρωποι, Ευρ.
β. «θυραῑα φρονήματ' ἀνδρῶν» — οι σκέψεις τών ξένων, Ευρ.)
4. (για πράγματα) αυτός που ανήκει σε άλλον (α. «ὄλβος θυραῖος» — η ευτυχία τών άλλων, Αισχύλ.
β. «θυραία χείρ», Ευρ.)
5. αυτός που περιέχει τη θύρα («θυραῖος τοῑχος»)
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυραία
η είσοδος, το άνοιγμα της πόρτας
7. φρ. α) «θυραῖος πόλεμος» — ο εξωτερικός πόλεμος, ο εναντίον ξένων πόλεμος, σε αντιδιαστολή προς τον εμφύλιο, τον εσωτερικό, Αισχύλ.
β) «θυραῖος ἐλθεῖν» — να έλθει από ξένη γη, Ευρ.
γ) «τοὺς δ' ἐν θυραίοις» — αυτούς που ζουν σε ξένη γη
δ. «θυραῖον ἀμφὶ μηρόν» — γύρω απὸ τον γυμνό μηρό».