θυραίος

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source

Greek Monolingual

θυραῖος, -ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) θύρα
αυτός που βρίσκεται έξω από τη χώρα, ο εξωτερικός
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στη θύρα ή έξω από τη θύρα
2. αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο σπίτι
3. αυτός που προέρχεται από ξένη γη, ο αλλότριος, ο ξένος, ο ξενικός (α. «ἄνδρες θυραῖοι» — ξένοι, άλλοι άνθρωποι, Ευρ.
β. «θυραῖα φρονήματ' ἀνδρῶν» — οι σκέψεις τών ξένων, Ευρ.)
4. (για πράγματα) αυτός που ανήκει σε άλλον (α. «ὄλβος θυραῖος» — η ευτυχία τών άλλων, Αισχύλ.
β. «θυραία χείρ», Ευρ.)
5. αυτός που περιέχει τη θύρα («θυραῖος τοῖχος»)
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυραία
η είσοδος, το άνοιγμα της πόρτας
7. φρ. α) «θυραῖος πόλεμος» — ο εξωτερικός πόλεμος, ο εναντίον ξένων πόλεμος, σε αντιδιαστολή προς τον εμφύλιο, τον εσωτερικό, Αισχύλ.
β) «θυραῖος ἐλθεῖν» — να έλθει από ξένη γη, Ευρ.
γ) «τοὺς δ' ἐν θυραίοις» — αυτούς που ζουν σε ξένη γη
δ. «θυραῖον ἀμφὶ μηρόν» — γύρω απὸ τον γυμνό μηρό».