ουραίος: Difference between revisions

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (ΑΜ οὐραῖος, -α, και -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ουρά]] ή αυτός που βρίσκεται στην [[ουρά]] («το ουραίο [[πτερύγιο]] τών ψαριών»)<br /><b>2.</b> [[οπίσθιος]], [[ακραίος]], [[τελευταίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ουραίο</i><br /><b>στρ.</b> [[εξάρτημα]] του όπλου, σταθερό παλαιότερα στα εμπροσθογεμή τυφέκια, προσαρμοσμένο στην [[ουρά]] της [[κάννης]] και κινητό στα μεταγενέστερα οπισθογεμή τυφέκια, το οποίο αποτελεί [[τμήμα]] του κλείστρου<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ οὐραῖος</i><br />η [[ουρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ oὐρα</i><i>ī</i><i>oν</i><br />α) η [[ουρά]]<br />β) (για [[ψάρι]]) το [[άκρο]] της ουράς<br />γ) το ακραίο [[τμήμα]] του κόκκυγα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ oὐρα</i><i>ī</i><i>a</i><br />α) το [[τμήμα]] του σώματος τών ψαριών που βρίσκεται στην [[περιοχή]] της ουράς τους<br />β) το ακραίο [[σημείο]] μιας περιοχής («τὰ μὲν γὰρ ἐσπέρια καὶ οὐραῑα της ὕλης Ταριχᾱνες οἰκοῦσιν», Λουκ.). [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αίος</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />ο (Α οὐραῖος)<br />[[είδος]] δηλητηριώδους φιδιού, ο [[βασιλίσκος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (ΑΜ οὐραῖος, -α, και -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ουρά]] ή αυτός που βρίσκεται στην [[ουρά]] («το ουραίο [[πτερύγιο]] τών ψαριών»)<br /><b>2.</b> [[οπίσθιος]], [[ακραίος]], [[τελευταίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ουραίο</i><br /><b>στρ.</b> [[εξάρτημα]] του όπλου, σταθερό παλαιότερα στα εμπροσθογεμή τυφέκια, προσαρμοσμένο στην [[ουρά]] της [[κάννης]] και κινητό στα μεταγενέστερα οπισθογεμή τυφέκια, το οποίο αποτελεί [[τμήμα]] του κλείστρου<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ οὐραῖος</i><br />η [[ουρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ oὐρα</i><i>ī</i><i>oν</i><br />α) η [[ουρά]]<br />β) (για [[ψάρι]]) το [[άκρο]] της ουράς<br />γ) το ακραίο [[τμήμα]] του κόκκυγα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ oὐρα</i><i>ī</i><i>a</i><br />α) το [[τμήμα]] του σώματος τών ψαριών που βρίσκεται στην [[περιοχή]] της ουράς τους<br />β) το ακραίο [[σημείο]] μιας περιοχής («τὰ μὲν γὰρ ἐσπέρια καὶ οὐραῖα της ὕλης Ταριχᾱνες οἰκοῦσιν», Λουκ.). [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αίος</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />ο (Α οὐραῖος)<br />[[είδος]] δηλητηριώδους φιδιού, ο [[βασιλίσκος]].
}}
}}

Revision as of 14:10, 28 March 2021

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (ΑΜ οὐραῖος, -α, και -η, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή αυτός που βρίσκεται στην ουρά («το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών»)
2. οπίσθιος, ακραίος, τελευταίος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ουραίο
στρ. εξάρτημα του όπλου, σταθερό παλαιότερα στα εμπροσθογεμή τυφέκια, προσαρμοσμένο στην ουρά της κάννης και κινητό στα μεταγενέστερα οπισθογεμή τυφέκια, το οποίο αποτελεί τμήμα του κλείστρου
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ οὐραῖος
η ουρά
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ oὐραī
α) η ουρά
β) (για ψάρι) το άκρο της ουράς
γ) το ακραίο τμήμα του κόκκυγα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ oὐραīa
α) το τμήμα του σώματος τών ψαριών που βρίσκεται στην περιοχή της ουράς τους
β) το ακραίο σημείο μιας περιοχής («τὰ μὲν γὰρ ἐσπέρια καὶ οὐραῖα της ὕλης Ταριχᾱνες οἰκοῦσιν», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αίος)].
(II)
ο (Α οὐραῖος)
είδος δηλητηριώδους φιδιού, ο βασιλίσκος.