ευπραγώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(15)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ εὐπραγῶ, -έω) [[ευπραγής]] [[ευημερώ]], [[καλοπερνώ]], έχω οικονομική [[άνεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[αφθονία]], έχω άφθονα [[αγαθά]] («εὐπραγούσης τῆς ἀγορᾱς», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> [[πράττω]] το [[ορθό]], [[ενεργώ]] σωστά.
|mltxt=(ΑΜ εὐπραγῶ, -έω) [[ευπραγής]] [[ευημερώ]], [[καλοπερνώ]], έχω οικονομική [[άνεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[αφθονία]], έχω άφθονα [[αγαθά]] («εὐπραγούσης τῆς ἀγορᾱς», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πράττω]] το [[ορθό]], [[ενεργώ]] σωστά.
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐπραγῶ, -έω) ευπραγής ευημερώ, καλοπερνώ, έχω οικονομική άνεση
αρχ.
1. έχω αφθονία, έχω άφθονα αγαθά («εὐπραγούσης τῆς ἀγορᾱς», Πολυδ.)
2. πράττω το ορθό, ενεργώ σωστά.