σεντόνι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σινδόνιον]], ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και [[σινδώνιον]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]], [[λευκό]] ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται [[πάνω]] στο [[στρώμα]] και [[κάτω]] από το [[κλινοσκέπασμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) μακροσκελές και ανιαρό [[άρθρο]], [[σχόλιο]] ή [[άλλο]] δημοσιογραφικό [[κείμενο]], [[μακρινάρι]]<br />β) [[μεγάλη]], [[μακροσκελής]] [[πρόταση]] [[χωρίς]] [[σημεία]] στίξης<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένδυμα]] ή [[παραπέτασμα]] κατασκευασμένο από σινδόνα, από [[λεπτό]] ύφασμα («ἐν δὲ τῷ πέμπτῳ τῶν Σαπφοῡς μελῶν ἐστι εὑρεῖν, ἀμφὶ δ' ἄβροις λασίοις εὖ ἐπύκασσε, καὶ φασὶν [[εἶναι]] ταῡτα σινδόνια ἐστραμμένα», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σινδών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>].
|mltxt=το / [[σινδόνιον]], ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και [[σινδώνιον]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]], [[λευκό]] ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται [[πάνω]] στο [[στρώμα]] και [[κάτω]] από το [[κλινοσκέπασμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) μακροσκελές και ανιαρό [[άρθρο]], [[σχόλιο]] ή [[άλλο]] δημοσιογραφικό [[κείμενο]], [[μακρινάρι]]<br />β) [[μεγάλη]], [[μακροσκελής]] [[πρόταση]] [[χωρίς]] [[σημεία]] στίξης<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένδυμα]] ή [[παραπέτασμα]] κατασκευασμένο από σινδόνα, από [[λεπτό]] ύφασμα («ἐν δὲ τῷ πέμπτῳ τῶν Σαπφοῡς μελῶν ἐστι εὑρεῖν, ἀμφὶ δ' ἄβροις λασίοις εὖ ἐπύκασσε, καὶ φασὶν [[εἶναι]] ταῡτα σινδόνια ἐστραμμένα», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σινδών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>].
}}
}}

Revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α
νεοελλ.
1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα
2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο δημοσιογραφικό κείμενο, μακρινάρι
β) μεγάλη, μακροσκελής πρόταση χωρίς σημεία στίξης
αρχ.
ένδυμα ή παραπέτασμα κατασκευασμένο από σινδόνα, από λεπτό ύφασμα («ἐν δὲ τῷ πέμπτῳ τῶν Σαπφοῡς μελῶν ἐστι εὑρεῖν, ἀμφὶ δ' ἄβροις λασίοις εὖ ἐπύκασσε, καὶ φασὶν εἶναι ταῡτα σινδόνια ἐστραμμένα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σινδών, -όνος + υποκορ. κατάλ. -ιον].