ταχυτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰχῠτής, ῆτος, δοριξ τᾰχῠτᾱ/ς, ᾶτος, ἡ, [from τᾰχύ˘ς]<br />[[quickness]], [[swiftness]], Hom., Hdt., Plat.
|mdlsjtxt=τᾰχῠτής, ῆτος, δοριξ τᾰχῠτᾱ/ς, ᾶτος, ἡ, [from τᾰχῠ́ς]<br />[[quickness]], [[swiftness]], Hom., Hdt., Plat.
}}
}}

Revision as of 11:25, 29 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠτής Medium diacritics: ταχυτής Low diacritics: ταχυτής Capitals: ΤΑΧΥΤΗΣ
Transliteration A: tachytḗs Transliteration B: tachytēs Transliteration C: tachytis Beta Code: taxuth/s

English (LSJ)

ῆτος, Dor. τᾰχυ-τάς, ᾶτος, ἡ (on the accent v. Hdn.Gr.1.83), A quickness, swiftness, of dogs, Od.17.315; ταχυτῆτος ἄεθλα, of the race, Il.23.740; τ. ποδῶν Xenoph.2.1, 17, Pi.O.1.95; ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Hdt.3.102, cf. Anaxag.9, Archyt.1, Pl.La.192a, Arist. Mete.342a5; of persons, hastiness, Id.EN1150b27.

German (Pape)

[Seite 1077] ῆτος, ἡ (Accent nach Arcad. p. 28, 9), wie τάχος, Schnelligkeit, bes. Schnellfüßigkeit; ταχυτῆτος ἄεθλα, vom Wettlaufe, Il. 23, 740; von Hunden, Od. 18, 315; ταχυτὰς ποδῶν, Pind. Ol. 1, 95 I. 4, 10; u. in Prosa, Plat. Charm. 159 d Lach. 192 b, wie Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠτής: ῆτος, Δωρ. -τάς, ᾶτος, ἡ, (οὐχὶ παροξ., Ἀρκάδ. 28. 9), ταχύτης, (πρβλ. τάχος), ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 312· ταχυτῆτος ἄεθλα, ἐπὶ ἀγῶνος δρόμου, Ἰλ. Ψ. 740· ταχ. ποδῶν Πινδ. Ο. 1. 155· ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Ἡρόδ. 3. 102· ἀκολούθως παρὰ Πλάτ. Λάχ. 192Α, Ἀριστ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ἡ) :
vitesse, rapidité, agilité.
Étymologie: ταχύς.

English (Autenrieth)

ῆτος: swiftness, speed, Il. 23.740 and Od. 17.315.

Greek Monolingual

-ῆτος, ἡ, και δωρ. τ. ταχυτάς, -ᾱτος, Α ταχύς
1. ταχύτητα, γρηγοράδα («αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ταχυτῆτά εἰσι», Ηροδ.)
2. (για πρόσ.) βιασύνη, σπουδή.

Greek Monotonic

τᾰχῠτής: -ῆτος, Δωρ. -τάς, -ᾶτος, ἡ, γρηγοράδα, ταχύτητα, σε Όμηρ., Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχῠτής: ῆτος, дор. τᾰχῠτάς, ᾰτος ἡ скорость, быстрота, проворство Hom., Her., Plat., Arst. etc.

Middle Liddell

τᾰχῠτής, ῆτος, δοριξ τᾰχῠτᾱ/ς, ᾶτος, ἡ, [from τᾰχῠ́ς]
quickness, swiftness, Hom., Hdt., Plat.