ἐξαπίναιος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξαπίναιος]], η, ον <i>adj</i> <i>adj</i> = [[ἐξαιφνίδιος]], Xen.] [adv. -ως Thuc.] [from ἐξᾰπί˘νης]<br />[[sudden]], [[unexpected]].
|mdlsjtxt=[[ἐξαπίναιος]], η, ον <i>adj</i> <i>adj</i> = [[ἐξαιφνίδιος]], Xen.] [adv. -ως Thuc.] [from ἐξᾰπῐ́νης]<br />[[sudden]], [[unexpected]].
}}
}}

Revision as of 09:10, 7 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαπῐναιος Medium diacritics: ἐξαπίναιος Low diacritics: εξαπίναιος Capitals: ΕΞΑΠΙΝΑΙΟΣ
Transliteration A: exapínaios Transliteration B: exapinaios Transliteration C: eksapinaios Beta Code: e)capi/naios

English (LSJ)

proparox., or ἐξαπιναῖος, α, ον, or ος, ον, A = ἐξαιφνίδιος (sudden, unexpected), Hp.Acut.28, X.Hier.10.6, Plb.25.2.1, Call.Jov.50, Ruf. ap. Orib.6.38.25. Adv. -ως Hp.Art.43, Th.3.3, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπίναιος: ἢ ἐξᾰπῐναῖος, α, ον, ἢ ος, ον, = ἐξαιφνίδιος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Ξεν. Ἱέρων 10, 6, Πολύβ. 26. 6, 1, Καλλ. εἰς Δία 50. - Ἐπίρρ. -ως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Θουκ. 3. 3, κ. ἀλλ.

Spanish (DGE)

(ἐξᾰπίναιος) -α, -ον

• Alolema(s): fem. -η Hp.Acut.37; -αῖος, -ον Hp.Acut.28, Hp.Mul.2.138; Plb.25.2.1

• Prosodia: [-ῐ-]
adv. graf. -ινέως Thdt.HE 2.30.5
1 repentino, imprevisto τὰ ἐξαπιναῖα δῆλα τῶν νουσημάτων Hp.Mul.l.c., αἱ ἐξαπιναῖοι μεταβολαί Hp.Acut.28, ὁ ἄρτος θερμὸς ... παρέχει καὶ ἐξαπιναίην πληθώρην Hp.Acut.37, πολεμίων ἔφοδοι X.Hier.10.6, cf. Plb.l.c., φόβοι Aen.Tact.27.6, ἔργα Call.Iou.50, ἐκδιαίτησις Ph.2.160, συμβολή I.BI 1.369, ἐπιδρομαί I.BI 3.116, διάρροια Ruf. en Orib.6.38.25
neutr. subst. τὰ ἐξαπίναια τάραχον ἐξεργάζεται lo repentino produce confusión X.Eq.9.4, ὑπό τε τοῦ παρὰ π[ροσ] δοκίαν ἐξαπιναίου τυπ[τόμ] ενοι Phld.Elect.19.10.
2 adv. -ως repentinamente πέμπουσιν ἐ. ... ναῦς Th.3.3, cf. Thdt.l.c.
de golpe, a la vez ὅπως ... ἐ. ἀφήσουσι (τὴν κλίμακα) de modo que dejen caer de golpe (la escalera) Hp.Art.43.

Greek Monotonic

ἐξαπίναιος: -α, -ον ή -ος, -ον, = ἐξαιφνίδιος, σε Ξεν.· επίρρ. -ως, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐξαπίναιος, η, ον adj adj = ἐξαιφνίδιος, Xen.] [adv. -ως Thuc.] [from ἐξᾰπῐ́νης]
sudden, unexpected.