ἱερόδουλος: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ierodoulos | |Transliteration C=ierodoulos | ||
|Beta Code=i(ero/doulos | |Beta Code=i(ero/doulos | ||
|Definition=ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[temple]] | |Definition=ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hierodule]], [[temple]] [[slave]], PCair.Zen.451 (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.35.3</span> (iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>34.13</span> (ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>6.25</span> (ii B.C.), <span class="title">SIG</span>996.29 (Smyrna), <span class="title">BMus.Inscr.</span>986.4 (Cyprus), <span class="title">OGI</span>383.174 (Nemrud Dagh, i B.C.), etc.; <b class="b3">νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι</b>.<span class="bibl">Ph.2.420</span>; of the Nethinim, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Es.</span>1.2</span>, al.; esp. of [[temple]] [[courtesan]]s at [[Corinth]] and elsewhere, <span class="bibl">Str.8.6.20</span>, <span class="bibl">6.2.6</span>; also of men, <span class="bibl">Id.11.4.7</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:06, 11 April 2021
English (LSJ)
ὁ, ἡ, A hierodule, temple slave, PCair.Zen.451 (iii B.C.), PHib.1.35.3 (iii B.C.), UPZ34.13 (ii B.C.), PTeb.6.25 (ii B.C.), SIG996.29 (Smyrna), BMus.Inscr.986.4 (Cyprus), OGI383.174 (Nemrud Dagh, i B.C.), etc.; νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι.Ph.2.420; of the Nethinim, LXX 1 Es.1.2, al.; esp. of temple courtesans at Corinth and elsewhere, Str.8.6.20, 6.2.6; also of men, Id.11.4.7, al.
German (Pape)
[Seite 1241] ὁ, ἡ, Sklaven u. Sklavinnen, die, zum Tempeldienste bestimmt, als den Göttern gehörig betrachtet werden; bes. in den Tempeln der Aphrodite in Korinth u. sonst; γυναῖκες Strab. VI, 272; Philo. Vgl. Hirt über die Hierodulen.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερόδουλος: ὁ, ἡ, δοῦλος ναοῦ, νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι Φίλων 2. 420· ἰδίως ἐπὶ δημοσίων ἑταιρῶν ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἀφροδίτης ἐν Κορίνθῳ, «ἃς ἀνετίθεσαν τῇ θεῷ καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες» Στράβ. 378, 272, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 87· κ. ἀλλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2327, 5082· ἴδε Κουρτ. Ἀνέκδ. Δελφ. σ. 16. κ. ἑξ.· - ἱεροδουλεία (ὀρθὸν δουλία), ἡ, ἑταιρεία τῶν ἱεροδούλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 6000. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 152.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
esclave attaché au service d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερός, δοῦλος.
Greek Monolingual
η (Α ἱερόδουλος, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
πόρνη
αρχ.
1. δούλος που υπηρετούσε στον ναό κάποιου θεού
(«νεωκόροι καὶ ἱερόδουλοι», Φιλ.)
2. (το θηλ. πληθ.) αἱ ἱερόδουλοι
γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε συνουσία («το τε τῆς Ἀφροδίτης ἱερὸν... πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερό- + δούλος. Η νεοελλ. σημ. «εταίρα» προέκυψε από την αρχ. εξειδικευμένη σημ. της λ. στο θηλ. ιερόδουλοι, αι «γυναίκες που υπηρετούσαν στον ναό της Αφροδίτης και παρείχαν τον εαυτό τους σε συνουσία»].
Russian (Dvoretsky)
ἱερόδουλος: ὁ, ἡ иеродул, раб при храме, храмовый служитель Plut.