Τροφώνιος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - " " to "") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Τροφώνιος''': ὁ, ὁ κατὰ τὴν μυθολογίαν οἰκοδομήσας τὸ πρῶτον ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 296· | |lstext='''Τροφώνιος''': ὁ, ὁ κατὰ τὴν μυθολογίαν οἰκοδομήσας τὸ πρῶτον ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 296· μετὰ [[ταῦτα]] δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων περίφημον [[μαντεῖον]], Ἡρόδ. 1. 46., 8. 134, Πινδ. Ἀποσπ. 26· καταβαίνων [[ὥσπερ]] ἐς Τροφωνίου (ἐξυπακ. [[ἄντρον]]) Ἀριστοφ. Νεφ. 508· - [[Ζεὺς]] τροφ. Στράβ. 414, πρβλ. 421. ΙΙ. Τροφώνεια, τά, ἡ ἑορτὴ [[αὐτοῦ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1068. 1. 1· φέρεται Τροφώνια παρὰ Πολυδ. Α΄, 37. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:25, 20 April 2021
English (LSJ)
ὁ, the legendary builder of the first temple of Apollo at Delphi, h.Ap.296; afterwards himself the possessor of a celebrated oracle, Pi.Fr.2, Hdt.1.46, 8.134; καταβαίνων ὥσπερ ἐς Τροφωνίου (sc. ἄντρον) Ar.Nu.508 :—A Ζεὺς τ. Str.9.2.38. II Τροφώνεια, τά, his festival, IG7.49.10 (Megara, ii A. D.), 22.3169.18 (Athens, iii A. D.); written Τροφώνια in IG22.3147 (ii B. C.), Poll. 1.37 (v.l. -ωνίαι): both prob. contr. fr. Τροφωνίεια. (An older form Τρεφώνιος in Boeot. Inscrr., IG7.3055 (Lebad.), 3080 (ibid.), 4136 (Ptoön, ii B. C.), al.)
Greek (Liddell-Scott)
Τροφώνιος: ὁ, ὁ κατὰ τὴν μυθολογίαν οἰκοδομήσας τὸ πρῶτον ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 296· μετὰ ταῦτα δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων περίφημον μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 46., 8. 134, Πινδ. Ἀποσπ. 26· καταβαίνων ὥσπερ ἐς Τροφωνίου (ἐξυπακ. ἄντρον) Ἀριστοφ. Νεφ. 508· - Ζεὺς τροφ. Στράβ. 414, πρβλ. 421. ΙΙ. Τροφώνεια, τά, ἡ ἑορτὴ αὐτοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1068. 1. 1· φέρεται Τροφώνια παρὰ Πολυδ. Α΄, 37.
Greek Monotonic
Τροφώνιος: ὁ, κατά τη μυθολογία, αυτός που οικοδόμησε το πρώτο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· καταβαίνων ὥσπερ ἐς Τροφωνίου (ενν. ἄντρον), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Τροφώνιος: ὁ Трофоний
1) сын орхоменского царя Эргина, построивший, по преданию, совместно с братом Агамедом храм Аполлона в Дельфах HH;
2) эпитет Зевса - Ζεὺς χθόνιος - с храмом и оракулом в Лебадии - Беотия: εἰς Τροφωνίου καταβαίνειν Arph. спускаться в подземное святилище Зевса-Трофония.
Middle Liddell
Τροφώνιος, ὁ,
the builder of the temple of Apollo at Delphi, Hhymn., Hdt.; καταβαίνων ὥσπερ ἐς Τροφωνίου (sc. ἄντρον) Ar.