Τροφώνιος
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ὁ, the legendary builder of the first temple of Apollo at Delphi, h.Ap.296; afterwards himself the possessor of a celebrated oracle, Pi.Fr.2, Hdt.1.46, 8.134; καταβαίνων ὥσπερ ἐς Τροφωνίου (sc. ἄντρον) Ar.Nu.508:—
A Ζεὺς τ. Str.9.2.38.
II Τροφώνεια, τά, his festival, IG7.49.10 (Megara, ii A. D.), 22.3169.18 (Athens, iii A. D.); written Τροφώνια in IG22.3147 (ii B. C.), Poll. 1.37 (v.l. -ωνίαι): both prob. contr. fr. Τροφωνίεια. (An older form Τρεφώνιος in Boeot. Inscrr., IG7.3055 (Lebad.), 3080 (ibid.), 4136 (Ptoön, ii B. C.), al.)
Russian (Dvoretsky)
Τροφώνιος: ὁ Трофоний
1 сын орхоменского царя Эргина, построивший, по преданию, совместно с братом Агамедом храм Аполлона в Дельфах HH;
2 эпитет Зевса - Ζεὺς χθόνιος - с храмом и оракулом в Лебадии - Беотия: εἰς Τροφωνίου καταβαίνειν Arph. спускаться в подземное святилище Зевса-Трофония.
Greek (Liddell-Scott)
Τροφώνιος: ὁ, ὁ κατὰ τὴν μυθολογίαν οἰκοδομήσας τὸ πρῶτον ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 296· μετὰ ταῦτα δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων περίφημον μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 46., 8. 134, Πινδ. Ἀποσπ. 26· καταβαίνων ὥσπερ ἐς Τροφωνίου (ἐξυπακ. ἄντρον) Ἀριστοφ. Νεφ. 508· - Ζεὺς τροφ. Στράβ. 414, πρβλ. 421. ΙΙ. Τροφώνεια, τά, ἡ ἑορτὴ αὐτοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1068. 1. 1· φέρεται Τροφώνια παρὰ Πολυδ. Α΄, 37.
Greek Monotonic
Τροφώνιος: ὁ, κατά τη μυθολογία, αυτός που οικοδόμησε το πρώτο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· καταβαίνων ὥσπερ ἐς Τροφωνίου (ενν. ἄντρον), σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Τροφώνιος, ὁ,
the builder of the temple of Apollo at Delphi, Hhymn., Hdt.; καταβαίνων ὥσπερ ἐς Τροφωνίου (sc. ἄντρον) Ar.