καταξίωσις: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταξίωσις''': -εως, ἡ, [[ἐκτίμησις]] ἢ σεβασμὸς [[πρός]] τινα, τινος Πολύβ. 1. 78, 1· συνάπτ. | |lstext='''καταξίωσις''': -εως, ἡ, [[ἐκτίμησις]] ἢ σεβασμὸς [[πρός]] τινα, τινος Πολύβ. 1. 78, 1· συνάπτ. μετὰ τοῦ [[κατάπληξις]], ὁ αὐτ. 8. 22, 4. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταξίωσις:''' εως ἡ почтительное отношение, почетное положение (Ἀμίλκου τοῦ στρατηγοῦ Polyb.). | |elrutext='''καταξίωσις:''' εως ἡ почтительное отношение, почетное положение (Ἀμίλκου τοῦ στρατηγοῦ Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 20 April 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A high esteem, reputation, Plb.1.78.1.
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, Würdigung, Schätzung, Hochachtung, Pol. 1, 78, 1 u. öfter, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταξίωσις: -εως, ἡ, ἐκτίμησις ἢ σεβασμὸς πρός τινα, τινος Πολύβ. 1. 78, 1· συνάπτ. μετὰ τοῦ κατάπληξις, ὁ αὐτ. 8. 22, 4.
Russian (Dvoretsky)
καταξίωσις: εως ἡ почтительное отношение, почетное положение (Ἀμίλκου τοῦ στρατηγοῦ Polyb.).