καταστοχάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστοχάζομαι''': ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν [[τείνω]], κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, [[ἐπιτυγχάνω]], εἰκάζων [[εὑρίσκω]], τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, [[μετὰ]] γεν., [[ὥσπερ]] ὁ [[τοξότης]] πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ [[βέλος]], [[οὕτως]] ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ.
|lstext='''καταστοχάζομαι''': ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν [[τείνω]], κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, [[ἐπιτυγχάνω]], εἰκάζων [[εὑρίσκω]], τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, μετὰ γεν., [[ὥσπερ]] ὁ [[τοξότης]] πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ [[βέλος]], [[οὕτως]] ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταστοχάζομαι:''' улавливать, разгадывать (τὸ [[μέλλον]] Diod.).
|elrutext='''καταστοχάζομαι:''' улавливать, разгадывать (τὸ [[μέλλον]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 11:45, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστοχάζομαι Medium diacritics: καταστοχάζομαι Low diacritics: καταστοχάζομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katastocházomai Transliteration B: katastochazomai Transliteration C: katastochazomai Beta Code: katastoxa/zomai

English (LSJ)

A aim at, τὸ συμφέρον Alex. Trall.Febr.6: hence, hit, guess, infer, τι Plb.12.13.4; τὸ μέλλον D.S.19.39; τινος Ath.9.391b, Procl.in Alc.p.46 C., Phlp.in Ph.640.3: abs., Heph.Astr.3.4:—Act. is f.l. in Suid. s.v. προφητεία, and dub. cj. for καταστοχέω (q. v.):—Pass., τὸ -ασμένον εἰκότως Phld.Rh.1.362 S.; κατεστοχάσθαι, gloss on ἐσκευωρῆσθαι, EM385.15.

Greek (Liddell-Scott)

καταστοχάζομαι: ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν τείνω, κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, ἐπιτυγχάνω, εἰκάζων εὑρίσκω, τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, μετὰ γεν., ὥσπερτοξότης πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ βέλος, οὕτως ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ.

Russian (Dvoretsky)

καταστοχάζομαι: улавливать, разгадывать (τὸ μέλλον Diod.).