κοιλιοστροφία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλιοστροφία''': ἡ, συστροφὴ τῶν ἐντέρων [[μετὰ]] ὀξέος πόνου, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 596.
|lstext='''κοιλιοστροφία''': ἡ, συστροφὴ τῶν ἐντέρων μετὰ ὀξέος πόνου, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 596.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοιλιοστροφία]], ἡ (Α)<br />[[κολικός]] του εντέρου, οδυνηρή [[συστροφή]] τών εντέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[στρόφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ποδο</i>-<i>στροφία</i>, <i>χορδο</i>-<i>στροφία</i>].
|mltxt=[[κοιλιοστροφία]], ἡ (Α)<br />[[κολικός]] του εντέρου, οδυνηρή [[συστροφή]] τών εντέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[στρόφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ποδο</i>-<i>στροφία</i>, <i>χορδο</i>-<i>στροφία</i>].
}}
}}

Revision as of 11:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιοστροφία Medium diacritics: κοιλιοστροφία Low diacritics: κοιλιοστροφία Capitals: ΚΟΙΛΙΟΣΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: koiliostrophía Transliteration B: koiliostrophia Transliteration C: koiliostrofia Beta Code: koiliostrofi/a

English (LSJ)

ἡ, A colic, Sch.Nic.Al.597.

German (Pape)

[Seite 1466] ἡ, Umwenden der Eingeweide, Schol. Nic. Al. 596.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιοστροφία: ἡ, συστροφὴ τῶν ἐντέρων μετὰ ὀξέος πόνου, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 596.

Greek Monolingual

κοιλιοστροφία, ἡ (Α)
κολικός του εντέρου, οδυνηρή συστροφή τών εντέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -στροφία (< -στρόφος < στρόφος < στρέφω), πρβλ. ποδο-στροφία, χορδο-στροφία].