προγαμέω: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προγᾰμέω''': συγκοιμῶμαι πρὸ τοῦ γάμου [[μετὰ]] τῆς νύμφης, προεγάμει… παρεισιών εἰς τὸ [[δωμάτιον]] τὰς νυμφοστοληθείσας, περὶ Διονυσ. τοῦ τυράννου Συρακουσ., Στράβ. 259. ― Παθ. ἐπὶ γυναικός, [[ὑπανδρεύομαι]] πρότερον, τινὶ Ἀππ. Συρ. 68.
|lstext='''προγᾰμέω''': συγκοιμῶμαι πρὸ τοῦ γάμου μετὰ τῆς νύμφης, προεγάμει… παρεισιών εἰς τὸ [[δωμάτιον]] τὰς νυμφοστοληθείσας, περὶ Διονυσ. τοῦ τυράννου Συρακουσ., Στράβ. 259. ― Παθ. ἐπὶ γυναικός, [[ὑπανδρεύομαι]] πρότερον, τινὶ Ἀππ. Συρ. 68.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 12:08, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγᾰμέω Medium diacritics: προγαμέω Low diacritics: προγαμέω Capitals: ΠΡΟΓΑΜΕΩ
Transliteration A: progaméō Transliteration B: progameō Transliteration C: progameo Beta Code: progame/w

English (LSJ)

A live with a woman before marriage, Str.6.1.8:—Pass., of a woman, to be married before, τινι App.Syr.68. II marry first or before, Ph.2.304, Plu.Alex.70. 2 live in wedlock before or already, BGU183.6 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 713] (s. γαμέω), vorher heirathen, beschlafen; Strab. 6, 1, 8; Schol. Od. 11, 325.

Greek (Liddell-Scott)

προγᾰμέω: συγκοιμῶμαι πρὸ τοῦ γάμου μετὰ τῆς νύμφης, προεγάμει… παρεισιών εἰς τὸ δωμάτιον τὰς νυμφοστοληθείσας, περὶ Διονυσ. τοῦ τυράννου Συρακουσ., Στράβ. 259. ― Παθ. ἐπὶ γυναικός, ὑπανδρεύομαι πρότερον, τινὶ Ἀππ. Συρ. 68.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-γαμέω eerder trouwen.

Russian (Dvoretsky)

προγᾰμέω: раньше жениться: προγεγαμηκώς Plut. уже раньше вступивший в брак.