ταυρωπός: Difference between revisions

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυρωπός''': -όν, (ὤψ) ὁ ἔχων [[πρόσωπον]] ταύρου ἢ ταυροειδές, Ἴων 9, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 4· [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ταυρώψ, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 22· θηλ. ταυρῶπις, Νόνν. Δ. 32. 69.
|lstext='''ταυρωπός''': -όν, (ὤψ) ὁ ἔχων [[πρόσωπον]] ταύρου ἢ ταυροειδές, Ἴων 9, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 4· μετὰ διαφ. γραφ. ταυρώψ, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 22· θηλ. ταυρῶπις, Νόνν. Δ. 32. 69.
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 12:25, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρωπός Medium diacritics: ταυρωπός Low diacritics: ταυρωπός Capitals: ΤΑΥΡΩΠΟΣ
Transliteration A: taurōpós Transliteration B: taurōpos Transliteration C: tavropos Beta Code: taurwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ) A bull-faced, Ion Lyr.9, Orph.H.29.4, Corn.ND 22: neut. as Adv., ταυρωπὸν ἀποβλεψάμενοι Ph.1.602: fem. ταυρ-ῶπις, Nonn.D.32.69; epith. of Isis in Samothrace, POxy.1380.107 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1074] mit einem Stietgesichte od. -blicke; Ion bei Ath. I, 35 e; Dionysos, Hymn. (IX, 524, 20).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρωπός: -όν, (ὤψ) ὁ ἔχων πρόσωπον ταύρου ἢ ταυροειδές, Ἴων 9, Ὀρφ. Ὕμν. 29. 4· μετὰ διαφ. γραφ. ταυρώψ, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 22· θηλ. ταυρῶπις, Νόνν. Δ. 32. 69.

Spanish

que tiene aspecto de toro

Greek Monolingual

-όν, θηλ. και ταυρώπις, -ώπιδος, ΜΑ, και δ. γρφ. ταυρώψ, -ῶπος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που έχει όψη ταύρου, ταυροειδής
2. το θηλ. Ταυρῶπις, -ώπιδος
προσωνυμία της Ίσιδος στη Σαμοθράκη
3. (το αρσ. και θηλ.) επίκληση τών θεών Διονύσου, Αρτέμιδος, Εκάτης και Σελήνης
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ταυρωπόν
σαν ταύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ωψ /-ωπός (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. τερατ-ωπός].