φλογόλευκος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλογόλευκος''': -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] φλογῶδες μεμιγμένον | |lstext='''φλογόλευκος''': -ον, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] φλογῶδες μεμιγμένον μετὰ λευκοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 127· «φλογόλευκον, ἐρυθρόλευκον» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[φλογόλευκος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] φλόγας η οποία αποκλίνει [[προς]] το [[λευκό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πυρακτωθεί ώσπου να πάρει [[λευκό]] [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]] <span style="color: red;">+</span> [[λευκός]]. | |mltxt=-η, -ο / [[φλογόλευκος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] φλόγας η οποία αποκλίνει [[προς]] το [[λευκό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πυρακτωθεί ώσπου να πάρει [[λευκό]] [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]] <span style="color: red;">+</span> [[λευκός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 20 April 2021
English (LSJ)
ον, A flame-coloured mixed with white, Poll.7.129, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1292] feuerfarbig, mit weiß gemischt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φλογόλευκος: -ον, ὁ ἔχων χρῶμα φλογῶδες μεμιγμένον μετὰ λευκοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 127· «φλογόλευκον, ἐρυθρόλευκον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φλογόλευκος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει το χρώμα φλόγας η οποία αποκλίνει προς το λευκό
νεοελλ.
αυτός που έχει πυρακτωθεί ώσπου να πάρει λευκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + λευκός.