ἀχαριότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχᾰριότης''': -ητος, ἡ, [[ἔλλειψις]] χάριτος, [[εὐήθεια]], [[μωρία]], [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος Χαριμόρτης, Πολύβ. 18. 38, 2 (Λοβ. ἀγριότητα).
|lstext='''ἀχᾰριότης''': -ητος, ἡ, [[ἔλλειψις]] χάριτος, [[εὐήθεια]], [[μωρία]], μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος Χαριμόρτης, Πολύβ. 18. 38, 2 (Λοβ. ἀγριότητα).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀχᾰριότης:''' ητος ἡ непривлекательность, нескладность, несуразность Polyb.
|elrutext='''ἀχᾰριότης:''' ητος ἡ непривлекательность, нескладность, несуразность Polyb.
}}
}}

Revision as of 12:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχᾰριότης Medium diacritics: ἀχαριότης Low diacritics: αχαριότης Capitals: ΑΧΑΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: achariótēs Transliteration B: achariotēs Transliteration C: achariotis Beta Code: a)xario/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A awkwardness, stupidity, with a play on the name Χαριμόρτης, dub. in Plb.18.55.2.

German (Pape)

[Seite 417] ητος, ἡ, Ungeschicklichkeit, Dummheit, Pol. 18, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχᾰριότης: -ητος, ἡ, ἔλλειψις χάριτος, εὐήθεια, μωρία, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος Χαριμόρτης, Πολύβ. 18. 38, 2 (Λοβ. ἀγριότητα).

Russian (Dvoretsky)

ἀχᾰριότης: ητος ἡ непривлекательность, нескладность, несуразность Polyb.