ὄνυμα: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(5) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onyma | |Transliteration C=onyma | ||
|Beta Code=o)/numa | |Beta Code=o)/numa | ||
|Definition=ὀνυμάζω, ὀνυμαίνω, ὀνυμαστός, Aeol. and Dor. for | |Definition=[[ὀνυμάζω]], [[ὀνυμαίνω]], [[ὀνυμαστός]], Aeol. and Dor. for [[ὄνομα]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:28, 1 May 2021
English (LSJ)
ὀνυμάζω, ὀνυμαίνω, ὀνυμαστός, Aeol. and Dor. for ὄνομα.
German (Pape)
[Seite 350] τό, äol. = ὄνομα; Pind. Ol. 6, 57; πέταται τηλόθεν ὄνυμ' αὐτῶν, N. 6, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνῠμα: ὀνῠμάζω, ὀνυμαίνω, Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ ὄνομα, ὀνομάζω, ὀνομαίνω.
English (Slater)
ὄνῠμα
1 name τὸ γὰρ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον Iamos (O. 6.57) πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν i. e. of the Aiakidai (N. 6.48)
Greek Monotonic
ὄνῠμα: ὀνῠμάζω, ὀνυμαίνω, Αιολ. και Δωρ. αντί ὀνομ-.