ἔμβλεμμα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "]]ε" to "]] ε") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό [[mirada de soslayo]]εἰς τὴν ὕλην X.<i>Cyn</i>.4.4. | |dgtxt=-ματος, τό [[mirada de soslayo]] εἰς τὴν ὕλην X.<i>Cyn</i>.4.4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:54, 15 July 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A looking straight at, X.Cyn.4.4.
German (Pape)
[Seite 805] τό, Blick ins Angesicht, Xen. Cyn. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβλεμμα: τό, τὸ βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν πρός τι, Ξεν. Κύρ. 4. 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
regard dirigé sur.
Étymologie: ἐμβλέπω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό mirada de soslayo εἰς τὴν ὕλην X.Cyn.4.4.
Greek Monolingual
ἔμβλεμμα, το (Α)
βλέμμα κατά πρόσωπο, κατ' ευθείαν.
Greek Monotonic
ἔμβλεμμα: -ατος, τό, βλέμμα κατ' ευθείαν προς κάτι, κοίταγμα, «κάρφωμα» κατά πρόσωπο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔμβλεμμα: ατος τό взгляд: τὰ ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα τὰ ἐπί τι Xen. взгляды, бросаемые то назад, то (снова) на что-л.
Middle Liddell
ἔμβλεμμα, ατος, τό,
a looking straight at, Xen. [from ἐμβλέπω