ἀστυνόμιον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "]]ε" to "]] ε") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br />[[lugar de reuniones de los astínomos]]εἰς [[ἀστυνόμιον]] θέντων ἐν στήλῃ τὰ ... νόμιμα Pl.<i>Lg</i>.918a. | |dgtxt=-ου, τό<br />[[lugar de reuniones de los astínomos]] εἰς [[ἀστυνόμιον]] θέντων ἐν στήλῃ τὰ ... νόμιμα Pl.<i>Lg</i>.918a. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:55, 15 July 2021
English (LSJ)
τό, A the court of the ἀστυνόμοι, Pl.Lg.918a.
German (Pape)
[Seite 379] τό, der Versammlungsort, Gerichtshof der Astynomen, Plat. Legg. XI, 918 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠνόμιον: τὸ, ὁ τόπος ἐν ᾧ συνηδρίαζον ἢ ἐκδίκαζον οἱ ἀστυνόμοι, Πλάτ. Νόμ. 918Α.
Spanish (DGE)
-ου, τό
lugar de reuniones de los astínomos εἰς ἀστυνόμιον θέντων ἐν στήλῃ τὰ ... νόμιμα Pl.Lg.918a.
Greek Monolingual
ἀστυνόμιον, το (Α) αστυνόμος
το κτήριο στο οποίο συνεδριάζουν οι αστυνόμοι.
Russian (Dvoretsky)
ἀστῠνόμιον: τό астиномий, городская управа Plat.