βλαυτίον: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(nl) |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό | |dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βλαύτιος Sud.s.u. [[βάθρα]]<br />[[zapatilla]] o [[sandalia]] τοῦ χωλοῦ ποδὸς τὸ β. Aristodemus en Ath.338a (= <i>FHG</i> 3.310), frec. plu. τρόποις ... ὥσπερ βλαυτίοισι χρῶμαι Ar.<i>Eq</i>.889, ὁ σκίπων καὶ ταῦτα τὰ βλαυτία, πότνια Κύπρι, ἄγκειται <i>AP</i> 6.293 (Leon.), βλαυτία ... νοσούντων εἰσὶ φορήματα Philostr.<i>Ep</i>.18, cf. Poll.10.49, Sud.l.c. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:25, 20 July 2021
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Ar.Eq.889, Aristodem.8, AP6.293 (Leon.); βλαύρια in Hsch., Cyr.
German (Pape)
[Seite 448] τό, dim. zum vorigen, Ar. Equ. 886; Ath. VIII, 338 a; Leon. Tar. 10, 38 (VI, 293 Plan. 307).
Greek (Liddell-Scott)
βλαυτίον: τό, ὑποκορ. τοῦ βλαύτη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 889, Ἀθήν. 338Α.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βλαύτιος Sud.s.u. βάθρα
zapatilla o sandalia τοῦ χωλοῦ ποδὸς τὸ β. Aristodemus en Ath.338a (= FHG 3.310), frec. plu. τρόποις ... ὥσπερ βλαυτίοισι χρῶμαι Ar.Eq.889, ὁ σκίπων καὶ ταῦτα τὰ βλαυτία, πότνια Κύπρι, ἄγκειται AP 6.293 (Leon.), βλαυτία ... νοσούντων εἰσὶ φορήματα Philostr.Ep.18, cf. Poll.10.49, Sud.l.c.
Greek Monolingual
βλαυτίον, το (Α) βλαύτη
παντοφλάκι.
Greek Monotonic
βλαυτίον: τό, υποκορ. του βλαύτη, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[Dim. of βλαύτη, Ar.]