δοχεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. δοχῆος Orác. en Porph.<i>Fr</i>.349.5, <i>Orac.Chald</i>.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.<i>Fr</i>.350.19]<br /><b class="num">1</b> [[receptor]] inspirado de un oráculo, [[médium]] que recibe el espíritu divino τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζεν Eus.<i>PE</i> 3.16.1, ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆος Orác. en Porph.<i>Fr</i>.349.5, cf. 350.19, Herm.<i>in Phdr</i>.105, <i>Orac.Chald</i>.l.c., del poeta inspirado, Herm.<i>in Phdr</i>.111<br /><b class="num">•</b>[[receptáculo]] ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦ Synes.<i>Ep</i>.151.<br /><b class="num">2</b> [[huésped]], [[anfitrión]] στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέως <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.365.11 (Tasos II d.C.).
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. δοχῆος Orác. en Porph.<i>Fr</i>.349.5, <i>Orac.Chald</i>.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.<i>Fr</i>.350.19]<br /><b class="num">1</b> [[receptor]] inspirado de un oráculo, [[médium]] que recibe el espíritu divino τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζεν Eus.<i>PE</i> 3.16.1, ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆος Orác. en Porph.<i>Fr</i>.349.5, cf. 350.19, Herm.<i>in Phdr</i>.105, <i>Orac.Chald</i>.l.c., del poeta inspirado, Herm.<i>in Phdr</i>.111<br /><b class="num">•</b>[[receptáculo]] ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦ Synes.<i>Ep</i>.151.<br /><b class="num">2</b> [[huésped]], [[anfitrión]] στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέως <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.365.11 (Tasos II d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δοχεύς]], ο (Α)<br />αυτός που δέχεται [[κάτι]], [[δέκτης]] (ειδ. για χρησμό ή [[έμπνευση]]).
|mltxt=[[δοχεύς]], ο (Α)<br />αυτός που δέχεται [[κάτι]], [[δέκτης]] (ειδ. για χρησμό ή [[έμπνευση]]).
}}
}}

Revision as of 10:05, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοχεύς Medium diacritics: δοχεύς Low diacritics: δοχεύς Capitals: ΔΟΧΕΥΣ
Transliteration A: docheús Transliteration B: docheus Transliteration C: docheys Beta Code: doxeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A recipient, esp. of oracles or inspiration, Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE5.9, Herm. in Phdr.pp.105,111A.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, der Aufnehmende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δοχεύς: έως, ὁ, ὁ δεχόμενος, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. Ε. Π. 194D.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
hôte.
Étymologie: δέχομαι.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
• Morfología: [gen. δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, Orac.Chald.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.Fr.350.19]
1 receptor inspirado de un oráculo, médium que recibe el espíritu divino τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζεν Eus.PE 3.16.1, ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, cf. 350.19, Herm.in Phdr.105, Orac.Chald.l.c., del poeta inspirado, Herm.in Phdr.111
receptáculo ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦ Synes.Ep.151.
2 huésped, anfitrión στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέως IG 12.Suppl.365.11 (Tasos II d.C.).

Greek Monolingual

δοχεύς, ο (Α)
αυτός που δέχεται κάτι, δέκτης (ειδ. για χρησμό ή έμπνευση).