ἀκαταπόνητος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀκαταπόνατος Philol.B 21<br /><b class="num">1</b> [[indestructible]], [[inagotable]] (ὁ κόσμος) παρὸ καὶ [[ἄφθαρτος]] καὶ ἀ. διαμένει τὸν ἄπειρον αἰῶνα Philol.l.c., del n. de la tríada ἀτειρὴς καὶ ἀ. inquebrantable e inagotable</i> Nicom. en <i>Theol.Ar</i>.15, cf. Sch.Pi.<i>O</i>.2.60a.<br /><b class="num">2</b> [[invencible]] ref. a un anillo mágico [[δύναμις]] <i>PMag</i>.12.259. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταπόνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν καταπονείται, ο [[ακούραστος]], ο [[ακατάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καταπονῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακαταπονησία]]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταπόνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν καταπονείται, ο [[ακούραστος]], ο [[ακατάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>καταπονῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακαταπονησία]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A inexhaustible, Philol.21, Theol.Ar.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταπόνητος: -ον, ὁ μὴ καταπονούμενος, κόσμος, Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀκαταπόνατος Philol.B 21
1 indestructible, inagotable (ὁ κόσμος) παρὸ καὶ ἄφθαρτος καὶ ἀ. διαμένει τὸν ἄπειρον αἰῶνα Philol.l.c., del n. de la tríada ἀτειρὴς καὶ ἀ. inquebrantable e inagotable Nicom. en Theol.Ar.15, cf. Sch.Pi.O.2.60a.
2 invencible ref. a un anillo mágico δύναμις PMag.12.259.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταπόνητος, -ον)
αυτός που δεν καταπονείται, ο ακούραστος, ο ακατάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καταπονῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταπονησία].