ἀμέρεια: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">*Deff</b>" to "*Deff")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀμερία Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.589D, 868B<br />[[indivisibilidad]], [[carencia de partes]] τοῦ νοῦ Hero <i>Def</i>.136.25, τοῦ ἑνός Dam.<i>Pr</i>.60, τοῦ αἰῶνος Simp.<i>in Cat</i>.357.12, cf. Porph.<i>Sent</i>.34, Procl.<i>Inst</i>.86, Dion.Ar.ll.cc., Syrian.<i>in Metaph</i>.120.6, Simp.<i>in Cat</i>.364.20.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀμερία Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.589D, 868B<br />[[indivisibilidad]], [[carencia de partes]] τοῦ νοῦ Hero <i>Def</i>.136.25, τοῦ ἑνός Dam.<i>Pr</i>.60, τοῦ αἰῶνος Simp.<i>in Cat</i>.357.12, cf. Porph.<i>Sent</i>.34, Procl.<i>Inst</i>.86, Dion.Ar.ll.cc., Syrian.<i>in Metaph</i>.120.6, Simp.<i>in Cat</i>.364.20.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμέρεια]], η (Α) [[αμερής]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] αμερές, η [[ιδιότητα]] του να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο.
|mltxt=[[ἀμέρεια]], η (Α) [[αμερής]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] αμερές, η [[ιδιότητα]] του να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο.
}}
}}

Revision as of 10:17, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέρεια Medium diacritics: ἀμέρεια Low diacritics: αμέρεια Capitals: ΑΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: améreia Transliteration B: amereia Transliteration C: amereia Beta Code: a)me/reia

English (LSJ)

ἡ, A being without parts, Porph.Sent.34, Procl.Inst.86,al., Dam.Pr.60; τοῦ νοῦ Hero *Deff.136.25.

German (Pape)

[Seite 122] ἡ, Untheilbarkeit, Dion. Areop. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέρεια: ἡ, τὸ ἀδιαίρετον, Διον. Ἀρεοπ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀμερία Dion.Ar.DN M.3.589D, 868B
indivisibilidad, carencia de partes τοῦ νοῦ Hero Def.136.25, τοῦ ἑνός Dam.Pr.60, τοῦ αἰῶνος Simp.in Cat.357.12, cf. Porph.Sent.34, Procl.Inst.86, Dion.Ar.ll.cc., Syrian.in Metaph.120.6, Simp.in Cat.364.20.

Greek Monolingual

ἀμέρεια, η (Α) αμερής
το να είναι κάτι αμερές, η ιδιότητα του να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο.