ἔκτισμα: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἔκτεισμα]] Pl.<i>R</i>.615b<br /><b class="num">1</b> [[indemnización]], [[reparación]], [[castigo]] c. gen. ἐγγυητὴν λαμβάνομεν ἐκτίσματος οὐδενός no te aceptamos como garante de ninguna reparación</i> D.H.19.10.3, c. gen. obj. τὸ ἔ. τοῦ ἀδικήματος Pl.<i>R</i>.615b, προβάτων ἔ. καὶ βοῶν D.H.9.27.4<br /><b class="num">•</b>[[multa]] pecuniaria τὸ δὲ ἔ. αὐτὸς αὑτῷ κομιζέσθω κατὰ τὸν νόμον Pl.<i>Lg</i>.868b, τόδε ἄλλο κατέβαλε ἔ. Πεισίδικος <i>IG</i> 11(2).144A.20 (Delos IV a.C.), ἄλλας (δραχμὰς) παρ' Ἡγία ἔ. ἐξ εὐθυνῶν <i>IG</i> 11(2).162A.41 (Delos III a.C.) οὐ ... θανάτου γ' αὐτὸν (τὸν Μενήνιον) οἱ καταδικασάμενοι ἐτίμησαν, ἀλλ' ἐκτίσματος D.H.9.27.3.<br /><b class="num">2</b> [[reintegro]], [[pago]] de un rescate [[ἄποινα]] τὰ [[ἀντί]] τινος ἐκτίσματα Apollon.<i>Lex</i>.537, Hsch.s.u. [[ἄποινα]], de deudas τὸ πάντων χρεῶν ... ἀναγκαιότατον ἔ. Basil.<i>Eunom</i>.528B. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:05, 20 July 2021
English (LSJ)
v. ἔκτεισμα.
German (Pape)
[Seite 781] τό, die erlegte Buße, Plat. Rep. X, 615 b; D. Hal. 10, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτισμα: τό, τὸ ἐκτινόμενον ὡς ποινή, πρόστιμον, Πλάτ. Νόμ. 868Β, Διον. Ἁλ. 10. 52.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἔκτεισμα Pl.R.615b
1 indemnización, reparación, castigo c. gen. ἐγγυητὴν λαμβάνομεν ἐκτίσματος οὐδενός no te aceptamos como garante de ninguna reparación D.H.19.10.3, c. gen. obj. τὸ ἔ. τοῦ ἀδικήματος Pl.R.615b, προβάτων ἔ. καὶ βοῶν D.H.9.27.4
•multa pecuniaria τὸ δὲ ἔ. αὐτὸς αὑτῷ κομιζέσθω κατὰ τὸν νόμον Pl.Lg.868b, τόδε ἄλλο κατέβαλε ἔ. Πεισίδικος IG 11(2).144A.20 (Delos IV a.C.), ἄλλας (δραχμὰς) παρ' Ἡγία ἔ. ἐξ εὐθυνῶν IG 11(2).162A.41 (Delos III a.C.) οὐ ... θανάτου γ' αὐτὸν (τὸν Μενήνιον) οἱ καταδικασάμενοι ἐτίμησαν, ἀλλ' ἐκτίσματος D.H.9.27.3.
2 reintegro, pago de un rescate ἄποινα τὰ ἀντί τινος ἐκτίσματα Apollon.Lex.537, Hsch.s.u. ἄποινα, de deudas τὸ πάντων χρεῶν ... ἀναγκαιότατον ἔ. Basil.Eunom.528B.
Greek Monolingual
ἔκτισμα και ἔκτεισμα, το (Α)
αυτό που πληρώνεται ως ποινή, το πρόστιμο («τὸ δὲ ἔκτισμα αὐτὸς αὐτῷ κομιζέσθω κατὰ τὸν νόμον», Πλάτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἔκτισμα: ατος τό пеня, штраф Plat.