πέπρωται: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peprotai
|Transliteration C=peprotai
|Beta Code=pe/prwtai
|Beta Code=pe/prwtai
|Definition=πέπρωτο, πεπρωμένος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[Πόρω]]. πέπτᾰμαι, πεπτᾰμένος, v. [[πετάννυμι]]. πεπτεῶτα, v. [[πίπτω]].</span>
|Definition=[[πέπρωτο]], [[πεπρωμένος]], v. [[πόρω]]. [[πέπταμαι]], [[πεπταμένος]], v. [[πετάννυμι]]. [[πεπτεῶτα]], v. [[πίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέπρωται:''' [[πέπρωτο]], γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *[[πόρω]]· [[πεπρωμένος]], μτχ.
|lsmtext='''πέπρωται:''' [[πέπρωτο]], γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *[[πόρω]]· [[πεπρωμένος]], μτχ.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:31, 7 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπρωται Medium diacritics: πέπρωται Low diacritics: πέπρωται Capitals: ΠΕΠΡΩΤΑΙ
Transliteration A: péprōtai Transliteration B: peprōtai Transliteration C: peprotai Beta Code: pe/prwtai

English (LSJ)

πέπρωτο, πεπρωμένος, v. πόρω. πέπταμαι, πεπταμένος, v. πετάννυμι. πεπτεῶτα, v. πίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

πέπρωται: πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *πόρω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pf.
il est marqué par le destin;
part. πεπρωμένος, η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον ἐστί, c’est l’arrêt du destin.
Étymologie: *πόρω.

Greek Monolingual

ΝΑ
(ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω.

Greek Monotonic

πέπρωται: πέπρωτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *πόρω· πεπρωμένος, μτχ.

Russian (Dvoretsky)

πέπρωται: эп. 3 л. sing. pf. к πορεῖν.

Frisk Etymological English

Meaning: it is destined by fate
See also: s. πορεῖν.

Frisk Etymology German

πέπρωται: {péprōtai}
Meaning: es ist vom Schicksal bestimmt
See also: s. πορεῖν.
Page 2,509

English (Woodhouse)

(see also: πόρω) it is appointed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)