λακτιστής: Difference between revisions
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laktistis | |Transliteration C=laktistis | ||
|Beta Code=laktisth/s | |Beta Code=laktisth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one]] who kick]]s or [[trample]]s, <b class="b3">ἵπποι λακτισταί</b> [[kicking]] [[horse]]s, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.3.4</span>; of a man, Plu.2.10c; <b class="b3">ληνοῦ λακτιστής</b> [[treader]] of the [[winepress]], <span class="title">AP</span>9.403 (Maec.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:56, 13 August 2021
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who kick]]s or tramples, ἵπποι λακτισταί kicking horses, X.Mem.3.3.4; of a man, Plu.2.10c; ληνοῦ λακτιστής treader of the winepress, AP9.403 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 9] ὁ, der mit dem Fuße Ausschlagende, mit der Ferse Stoßende, Xen. Mem. 3, 3, 4 u. Sp.; – ληνοῦ, der Kelterer, Qu. Maec. 11 (IX, 403).
Greek (Liddell-Scott)
λακτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ λακτίζων, ἵπποι λ., ἵπποι λακτίζοντες, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 10C· λ. ληνοῦ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἀνθ. Π. 9. 403.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui rue.
Étymologie: λακτίζω.
Greek Monolingual
ο (Α λακτιστής) λακτίζω
(για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια ή την ιδιότητα να κλοτσά ή να ποδοπατά, τσινιάρης
αρχ.
φρ. «ληνοῡ λακτιστής» — αυτός που πατάει σταφύλια στο πατητήρι.
Greek Monotonic
λακτιστής: -οῦ, ὁ, κάποιος που κτυπά, ἵπποι λακτισταί, που κλωτσούν, σε Ξεν.· λακτιστὴς ληνοῦ, αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λακτιστής: οῦ adj. m
1) брыкающийся, брыкливый (ἵπποι Xen.);
2) выдавливающий (виноградный сок): λ. ληνοῦ Anth. давильщик.