αυτόπτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[αὐτόπτης]], ο, θηλ. αὐτόπτις, η)<br />αυτός που είδε [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>-(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>οπ</i>-, <i>όπωπα</i> (παρακμ. του <i>ορώ</i>) (<b>[[πρβλ]].</b> [[επόπτης]], [[υπερόπτης]])].
|mltxt=ο (AM [[αὐτόπτης]], ο, θηλ. αὐτόπτις, η)<br />αυτός που είδε [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτ</i>-(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>οπ</i>-, <i>όπωπα</i> (παρακμ. του <i>ορώ</i>) ([[πρβλ]]. [[επόπτης]], [[υπερόπτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:23, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (AM αὐτόπτης, ο, θηλ. αὐτόπτις, η)
αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ-(ο)- + -οπτης < οπ-, όπωπα (παρακμ. του ορώ) (πρβλ. επόπτης, υπερόπτης)].