βούρτσα: Difference between revisions
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> απλό όργανο καθαρισμού ή στίλβωσης, το οποίο αποτελείται από ισομήκεις [[τρίχες]] ή σύρματα κατακόρυφα προσαρμοσμένα σε κατάλληλη [[βάση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μαλλιά σαν [[βούρτσα]]» ή «[[μουστάκι]] σαν [[βούρτσα]]» — σκληρά και όρθια<br /><b>3.</b> [[πινέλο]] για [[βάψιμο]], [[χρωστήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στο αρχ. [[βύρσα]] ( | |mltxt=η<br /><b>1.</b> απλό όργανο καθαρισμού ή στίλβωσης, το οποίο αποτελείται από ισομήκεις [[τρίχες]] ή σύρματα κατακόρυφα προσαρμοσμένα σε κατάλληλη [[βάση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μαλλιά σαν [[βούρτσα]]» ή «[[μουστάκι]] σαν [[βούρτσα]]» — σκληρά και όρθια<br /><b>3.</b> [[πινέλο]] για [[βάψιμο]], [[χρωστήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στο αρχ. [[βύρσα]] ([[πρβλ]]. μσν. [[βυρτσίζω]]) ή αποτελεί [[δάνειο]] ([[πρβλ]]. ρουμ. <i>virţa</i> ή αλβ. <i>vurtse</i> ή αρχ. γερμ. <i>burstja</i>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. απλό όργανο καθαρισμού ή στίλβωσης, το οποίο αποτελείται από ισομήκεις τρίχες ή σύρματα κατακόρυφα προσαρμοσμένα σε κατάλληλη βάση
2. φρ. «μαλλιά σαν βούρτσα» ή «μουστάκι σαν βούρτσα» — σκληρά και όρθια
3. πινέλο για βάψιμο, χρωστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στο αρχ. βύρσα (πρβλ. μσν. βυρτσίζω) ή αποτελεί δάνειο (πρβλ. ρουμ. virţa ή αλβ. vurtse ή αρχ. γερμ. burstja).