δαιτυμονεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαιτυμονεύς]], ο (Α)<br />ο [[δαιτυμών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του [[δαιτυμών]] με το [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηγεμών [[ηγεμονεύς]])].
|mltxt=[[δαιτυμονεύς]], ο (Α)<br />ο [[δαιτυμών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του [[δαιτυμών]] με το [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. <i>ηγεμών [[ηγεμονεύς]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιτῠμονεύς Medium diacritics: δαιτυμονεύς Low diacritics: δαιτυμονεύς Capitals: ΔΑΙΤΥΜΟΝΕΥΣ
Transliteration A: daitymoneús Transliteration B: daitymoneus Transliteration C: daitymoneys Beta Code: daitumoneu/s

English (LSJ)

Ep. gen. ῆος, ὁ, = δαιτυμών (one that is entertained, guest), Nonn. D. 2.666.

German (Pape)

[Seite 516] ὁ, Schmauser, Nonn. D. 2, 666.

Greek (Liddell-Scott)

δαιτῠμονεύς: Ἐπικ. γεν. -ῆος, ὁ, = δαιτυμών, Νόνν. Δ. 2. 666.

Spanish (DGE)

(δαιτῠμονεύς) -έως
1 convidado χθονίου δείπνοιο θεοὺς ἔχε δαιτυμονῆας Nonn.D.2.666, cf. Par.Eu.Io.4.50.
2 devorador ἥπατος ἡβώοντος ἀφειδέα δαιτυμονῆα Nonn.D.2.577.

Greek Monolingual

δαιτυμονεύς, ο (Α)
ο δαιτυμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του δαιτυμών με το επίθημα -εύς (πρβλ. ηγεμών ηγεμονεύς)].