δαιτυμονεύς: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δαιτυμονεύς]], ο (Α)<br />ο [[δαιτυμών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του [[δαιτυμών]] με το [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ( | |mltxt=[[δαιτυμονεύς]], ο (Α)<br />ο [[δαιτυμών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεκτεταμένος τ. του [[δαιτυμών]] με το [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. <i>ηγεμών [[ηγεμονεύς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
Ep. gen. ῆος, ὁ, = δαιτυμών (one that is entertained, guest), Nonn. D. 2.666.
German (Pape)
[Seite 516] ὁ, Schmauser, Nonn. D. 2, 666.
Greek (Liddell-Scott)
δαιτῠμονεύς: Ἐπικ. γεν. -ῆος, ὁ, = δαιτυμών, Νόνν. Δ. 2. 666.
Spanish (DGE)
(δαιτῠμονεύς) -έως
1 convidado χθονίου δείπνοιο θεοὺς ἔχε δαιτυμονῆας Nonn.D.2.666, cf. Par.Eu.Io.4.50.
2 devorador ἥπατος ἡβώοντος ἀφειδέα δαιτυμονῆα Nonn.D.2.577.
Greek Monolingual
δαιτυμονεύς, ο (Α)
ο δαιτυμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του δαιτυμών με το επίθημα -εύς (πρβλ. ηγεμών ηγεμονεύς)].