δαμασίφως: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "]]del " to "]] del ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαμασίφως]] (-ωτος), ο, η (Α)<br />αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμασι</i>-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> <i>φως</i> «[[άνδρας]]». (Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> [[βροντησικέραυνος]], [[βωτιάνειρα]], [[τερψίμβροτος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[δαμασίφως]] (-ωτος), ο, η (Α)<br />αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμασι</i>-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. [[δάμνημι]] <span style="color: red;">+</span> <i>φως</i> «[[άνδρας]]». (Για τον σχηματισμό [[πρβλ]]. [[βροντησικέραυνος]], [[βωτιάνειρα]], [[τερψίμβροτος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δᾰμᾰσίφως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, = <i>δαμασίβροτος</i>, σε Σίμωνα.
|lsmtext='''δᾰμᾰσίφως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, = <i>δαμασίβροτος</i>, σε Σίμωνα.
}}
}}

Revision as of 08:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμᾰσίφως Medium diacritics: δαμασίφως Low diacritics: δαμασίφως Capitals: ΔΑΜΑΣΙΦΩΣ
Transliteration A: damasíphōs Transliteration B: damasiphōs Transliteration C: damasifos Beta Code: damasi/fws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, A = δαμασίμβροτος, ὕπνος Simon.232; of Ares, prob. in Tim.Pers.22.

German (Pape)

[Seite 521] ωτος, ὁ, = δαμασίμβροτος; so nannte Simonid. den Schlaf, Schol. Il. 24, 5.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμᾰσίφως: -ωτος, ὁ, ἡ, = δαμασίμβροτος, ὕπνος Σιμων. 232.

Spanish (DGE)

(δᾰμᾰσίφως) -ωτος, ὁ
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que somete, que vence a los hombres del sueño, Simon.96.
2 que doblega a los hombres, matador de hombres δαμασίφως Ἄρης Tim.15.21 (cj., v. ap. crít.).

Greek Monolingual

δαμασίφως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που δαμάζει ή καταβάλλει τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + φως «άνδρας». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Greek Monotonic

δᾰμᾰσίφως: -ωτος, ὁ, ἡ, = δαμασίβροτος, σε Σίμωνα.