διεθνοποίηση: Difference between revisions
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
(9) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> το να γίνεται ένα [[ζήτημα]] διεθνές<br /><b>2.</b> (για κράτη) η [[διακυβέρνηση]] από διεθνή [[επιτροπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br / | |mltxt=η<br /><b>1.</b> το να γίνεται ένα [[ζήτημα]] διεθνές<br /><b>2.</b> (για κράτη) η [[διακυβέρνηση]] από διεθνή [[επιτροπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου<br />[[πρβλ]]. αγγλ. και γαλλ. <i>internationalisation</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην [[εφημερίδα]] <i>Αιών</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:37, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. το να γίνεται ένα ζήτημα διεθνές
2. (για κράτη) η διακυβέρνηση από διεθνή επιτροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. και γαλλ. internationalisation. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών].