εθνικισμός: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(10) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>1.</b> [[αντίληψη]], [[στάση]] και [[συμπεριφορά]] αποκλειστικής και καθ' υπερβολήν προσήλωσης στα εθνικά ιδεώδη, [[συχνά]] σε συνδυασμό με [[προσπάθεια]] για [[επικράτηση]] του ιδίου έθνους και για εδαφική επέκτασή του<br /><b>2.</b> [[εθνισμός]]<br /><b>3.</b> <b>(οικον.)</b> [[πολιτική]] που αποσκοπεί στην οικονομική [[αυτάρκεια]] μιας χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ( | |mltxt=<b>1.</b> [[αντίληψη]], [[στάση]] και [[συμπεριφορά]] αποκλειστικής και καθ' υπερβολήν προσήλωσης στα εθνικά ιδεώδη, [[συχνά]] σε συνδυασμό με [[προσπάθεια]] για [[επικράτηση]] του ιδίου έθνους και για εδαφική επέκτασή του<br /><b>2.</b> [[εθνισμός]]<br /><b>3.</b> <b>(οικον.)</b> [[πολιτική]] που αποσκοπεί στην οικονομική [[αυτάρκεια]] μιας χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>nationalism</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αναστ. Πολυζωίδη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
1. αντίληψη, στάση και συμπεριφορά αποκλειστικής και καθ' υπερβολήν προσήλωσης στα εθνικά ιδεώδη, συχνά σε συνδυασμό με προσπάθεια για επικράτηση του ιδίου έθνους και για εδαφική επέκτασή του
2. εθνισμός
3. (οικον.) πολιτική που αποσκοπεί στην οικονομική αυτάρκεια μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. nationalism). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αναστ. Πολυζωίδη].