διφώ: Difference between revisions
From LSJ
ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough
(9) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=διφῶ (-άω και -έω) (Α)<br />[[ερευνώ]], [[αναζητώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για εκφραστικό (θαμιστικό-επιτατικό) μεταρρηματικό παράγωγο σε -<i>άω</i>. Εμφανίζεται ως β' συνθετικό λέξεων με τη [[μορφή]] -<i>δίφης</i> ( | |mltxt=διφῶ (-άω και -έω) (Α)<br />[[ερευνώ]], [[αναζητώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για εκφραστικό (θαμιστικό-επιτατικό) μεταρρηματικό παράγωγο σε -<i>άω</i>. Εμφανίζεται ως β' συνθετικό λέξεων με τη [[μορφή]] -<i>δίφης</i> ([[πρβλ]]. [[αστροδίφης]], [[ιστοριοδίφης]], [[φυσιοδίφης]] <b>κ.ά.</b>)] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
διφῶ (-άω και -έω) (Α)
ερευνώ, αναζητώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για εκφραστικό (θαμιστικό-επιτατικό) μεταρρηματικό παράγωγο σε -άω. Εμφανίζεται ως β' συνθετικό λέξεων με τη μορφή -δίφης (πρβλ. αστροδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης κ.ά.)]