επισχερώ: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισχερώ]] (Α)<br />(ποιητ. επίρρ.)<br /><b>1.</b> σε μια [[σειρά]], αλλεπάλληλα, ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]] («ἀκτὴν εἰσανέβαινον [[ἐπισχερώ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) διαδοχικά, [[αμέσως]] [[κατόπιν]] («τρὶς [[ἐπισχερώ]]», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>3.</b> [[σιγά]] [[σιγά]], [[βαθμηδόν]] («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι καὶ [[ἐπισχερώ]] ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ [[χρόνος]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>σχερώ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχερός]] «σε μια [[σειρά]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> [[ενσχερώ]], <i>ισχερώ</i>). Το επίρρ. προέρχεται πιθ. από τη δοτ. εν. του επιθέτου (<i>επί σχερῴ</i>)].
|mltxt=[[ἐπισχερώ]] (Α)<br />(ποιητ. επίρρ.)<br /><b>1.</b> σε μια [[σειρά]], αλλεπάλληλα, ο [[ένας]] [[μετά]] τον [[άλλο]] («ἀκτὴν εἰσανέβαινον [[ἐπισχερώ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) διαδοχικά, [[αμέσως]] [[κατόπιν]] («τρὶς [[ἐπισχερώ]]», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>3.</b> [[σιγά]] [[σιγά]], [[βαθμηδόν]] («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι καὶ [[ἐπισχερώ]] ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ [[χρόνος]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>σχερώ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχερός]] «σε μια [[σειρά]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[ενσχερώ]], <i>ισχερώ</i>). Το επίρρ. προέρχεται πιθ. από τη δοτ. εν. του επιθέτου (<i>επί σχερῴ</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐπισχερώ (Α)
(ποιητ. επίρρ.)
1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.)
2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.)
3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι καὶ ἐπισχερώ ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σχερώ (< σχερός «σε μια σειρά»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ενσχερώ, ισχερώ). Το επίρρ. προέρχεται πιθ. από τη δοτ. εν. του επιθέτου (επί σχερῴ)].