ετερόσχημος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἑτερόσχημος, -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει διαφορετικό [[σχήμα]] ή [[μορφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[τακτικός]] ή [[κανονικός]], ο [[ακανόνιστος]], ο [[άτακτος]] («ἑτερόσχημα διαλείμματα», Ηλιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), (<b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>σχημος</i>, <i>εύ</i>-<i>σχημος</i>)].
|mltxt=ἑτερόσχημος, -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει διαφορετικό [[σχήμα]] ή [[μορφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[τακτικός]] ή [[κανονικός]], ο [[ακανόνιστος]], ο [[άτακτος]] («ἑτερόσχημα διαλείμματα», Ηλιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), ([[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>σχημος</i>, <i>εύ</i>-<i>σχημος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἑτερόσχημος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα ή μορφή
αρχ.
αυτός που δεν είναι τακτικός ή κανονικός, ο ακανόνιστος, ο άτακτος («ἑτερόσχημα διαλείμματα», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχημος (< σχήμα), (πρβλ. κακό-σχημος, εύ-σχημος)].