ετερομερής: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἑτερομερής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο [[ανομοιομερής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερομερή</i><br />α) [[άνθη]] τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα<br />β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε [[ομάδα]] κολεοπτέρων τών οποίων τα πόδια αποτελούνται από διαφορετικό αριθμό αρθρικών μελών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[μονόπλευρος]] («εἰ δὲ καὶ τὸ ἓv τούτων ἐνδυναστεύει κατὰ τὸν βίον, [[ἑτερομερής]] τε καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ [[βίος]]», <b>Στοβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερομερές</i><br />ο [[χωρισμός]] («τὸ γὰρ ἑτερομερὲς εὐθὺς ὑποκειμένου παραλλαγὴν εἰσάγειν», <b>Στοβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>μερής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἑτερομερής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο [[ανομοιομερής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερομερή</i><br />α) [[άνθη]] τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα<br />β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε [[ομάδα]] κολεοπτέρων τών οποίων τα πόδια αποτελούνται από διαφορετικό αριθμό αρθρικών μελών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κλίνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[μονόπλευρος]] («εἰ δὲ καὶ τὸ ἓv τούτων ἐνδυναστεύει κατὰ τὸν βίον, [[ἑτερομερής]] τε καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ [[βίος]]», <b>Στοβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερομερές</i><br />ο [[χωρισμός]] («τὸ γὰρ ἑτερομερὲς εὐθὺς ὑποκειμένου παραλλαγὴν εἰσάγειν», <b>Στοβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>μερής</i>].
}}
}}

Revision as of 08:53, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Α ἑτερομερής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή
α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα
β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε ομάδα κολεοπτέρων τών οποίων τα πόδια αποτελούνται από διαφορετικό αριθμό αρθρικών μελών
αρχ.
1. αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος, ο μονόπλευρος («εἰ δὲ καὶ τὸ ἓv τούτων ἐνδυναστεύει κατὰ τὸν βίον, ἑτερομερής τε καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ βίος», Στοβ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερομερές
ο χωρισμός («τὸ γὰρ ἑτερομερὲς εὐθὺς ὑποκειμένου παραλλαγὴν εἰσάγειν», Στοβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πολυ-μερής].