ἑτερομερής
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
English (LSJ)
ἑτερομερές,
A leaning to one side, one-sided, βίος Crito ap.Stob.3.3.64. Adv. ἑτερομερῶς = one-sidedly (i.e.not in equal proportions), Speus. ap. Theol.Ar.61 (nisi leg. ἑτερομερεῖς).
2 τὸ ἑτερομερές = separation, Porph. ap. Stob.1.49.25a.
German (Pape)
[Seite 1049] ές, nach einer Seite hingeneigt, einseitig, Theol. arith. u. a. Sp.; βίος Stob. fl. 3, 75.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερομερής: -ές, ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, βίος Κρίτων παρὰ Στοβ. 44. 8· ἀριθμοὶ ἑτερομερεῖς ἑτερομήκεις Θεολογ. Ἀρ. σ. 63 Ast. 2) τὸ ἑτ., χωρισμός, Πορφ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. 1. 838.
Greek Monolingual
-ές (Α ἑτερομερής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ανόμοια ή μη ανάλογα μέρη, ο ανομοιομερής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερομερή
α) άνθη τών οποίων τα ανθικά μόρια αποτελούνται από διάφορα τμήματα
β) παλαιότερος όρος που αναφερόταν σε ομάδα κολεοπτέρων τών οποίων τα πόδια αποτελούνται από διαφορετικό αριθμό αρθρικών μελών
αρχ.
1. αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος, ο μονόπλευρος («εἰ δὲ καὶ τὸ ἓv τούτων ἐνδυναστεύει κατὰ τὸν βίον, ἑτερομερής τε καὶ ἑτεροκλινὴς γίνεται ὁ βίος», Στοβ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερομερές
ο χωρισμός («τὸ γὰρ ἑτερομερὲς εὐθὺς ὑποκειμένου παραλλαγὴν εἰσάγειν», Στοβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πολυμερής].