ετερόρροπος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἑτερόρροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ετερορρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε [[κακό]] («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑτερόρροπα</i><br />τα ακρωτηριασμένα [[μέλη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» — οιδήματα που παρουσιάζονται στο [[άλλο]] [[μέρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετερορρόπως</i> και <i>ετερόρροπα</i> (ΑΜ ἑτερορρόπως)<br />ετερορρεπώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ροπή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>ρροπος</i>, [[αντί]]-<i>ρροπος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[ἑτερόρροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ετερορρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε [[κακό]] («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑτερόρροπα</i><br />τα ακρωτηριασμένα [[μέλη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» — οιδήματα που παρουσιάζονται στο [[άλλο]] [[μέρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετερορρόπως</i> και <i>ετερόρροπα</i> (ΑΜ ἑτερορρόπως)<br />ετερορρεπώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ροπή]]), [[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>ρροπος</i>, [[αντί]]-<i>ρροπος</i>].
}}
}}

Revision as of 08:53, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ο (Α ἑτερόρροπος, -ον)
1. ετερορρεπής
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να αποβεί σε καλό ή σε κακό («θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτερόρροπα
τα ακρωτηριασμένα μέλη
3. φρ. «ἑτερόρροπα ἐπάρματα» — οιδήματα που παρουσιάζονται στο άλλο μέρος.
επίρρ...
ετερορρόπως και ετερόρροπα (ΑΜ ἑτερορρόπως)
ετερορρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ροπος (< ροπή), πρβλ. αμφί-ρροπος, αντί-ρροπος].