ετερογένεση: Difference between revisions

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[γένεση]] [[κατά]] την οποία εναλλάσσεται [[παρθενογένεση]] με [[αμφιγονία]]<br /><b>2.</b> [[γένεση]] μιας [[νέας]] μορφής η οποία [[είναι]] διαφορετική από τους γονείς της και μπορεί να μεταβιβάσει τους δυσδιάκριτους χαρακτήρες της στους [[κατιόντες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>heterogenesis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γένεσις]].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[γένεση]] [[κατά]] την οποία εναλλάσσεται [[παρθενογένεση]] με [[αμφιγονία]]<br /><b>2.</b> [[γένεση]] μιας [[νέας]] μορφής η οποία [[είναι]] διαφορετική από τους γονείς της και μπορεί να μεταβιβάσει τους δυσδιάκριτους χαρακτήρες της στους [[κατιόντες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>heterogenesis</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γένεσις]].
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. γένεση κατά την οποία εναλλάσσεται παρθενογένεση με αμφιγονία
2. γένεση μιας νέας μορφής η οποία είναι διαφορετική από τους γονείς της και μπορεί να μεταβιβάσει τους δυσδιάκριτους χαρακτήρες της στους κατιόντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterogenesis < ετερο- + γένεσις.