ετός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐτός]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[πάντοτε]] με [[άρνηση]]) [[ματαίως]], [[χωρίς]] λόγο («οὐκ ἐτὸς χωλοὺς ποιεῖς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρημα σε -<i>τος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εντός]]) <span style="color: red;"><</span> <i>Fετός</i>, αναγόμενο πιθ. σε ΙΕ <i>swe</i>-<i>tos</i>. Ο τ. συσχετίζεται μορφολογικά με αρχ. ινδ. <i>svatah</i>, αβεστ. <i>x</i><sup>v</sup><i>at</i><i>ō</i> «αφ' [[εαυτού]], από το ίδιο», ενώ σημασιολογικά συνδέεται με αλβ. <i>hut</i> «[[μάταια]]» και με τον τ. [[αύτως]] «[[μάταια]], απερίσκεπτα». Ως παρεκτεταμένος τ. της λέξης [[ετός]] θεωρείται το επίθ. [[ετώσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fετώσιος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ετεός]], [[αληθής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐτά</i><br />[[πράγματι]], στ' [[αλήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ετάζω]]].<br /><b>(III)</b><br />[[ἑτός]], -ή, -όν (Α)<br />(ρηματ. επίθ.) αυτός που μπορεί να σταλεί ή ριφθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. του ρ. [[ίημι]] «[[ρίχνω]]», που εμφανίζει το αοριστικό θ. <i>ἑ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> προστ. αορ. <i>ἕ</i>-<i>ς</i>, <i>ἕ</i>-<i>τω</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐτός]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[πάντοτε]] με [[άρνηση]]) [[ματαίως]], [[χωρίς]] λόγο («οὐκ ἐτὸς χωλοὺς ποιεῖς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρημα σε -<i>τος</i> ([[πρβλ]]. [[εντός]]) <span style="color: red;"><</span> <i>Fετός</i>, αναγόμενο πιθ. σε ΙΕ <i>swe</i>-<i>tos</i>. Ο τ. συσχετίζεται μορφολογικά με αρχ. ινδ. <i>svatah</i>, αβεστ. <i>x</i><sup>v</sup><i>at</i><i>ō</i> «αφ' [[εαυτού]], από το ίδιο», ενώ σημασιολογικά συνδέεται με αλβ. <i>hut</i> «[[μάταια]]» και με τον τ. [[αύτως]] «[[μάταια]], απερίσκεπτα». Ως παρεκτεταμένος τ. της λέξης [[ετός]] θεωρείται το επίθ. [[ετώσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fετώσιος</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ετεός]], [[αληθής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐτά</i><br />[[πράγματι]], στ' [[αλήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ετάζω]]].<br /><b>(III)</b><br />[[ἑτός]], -ή, -όν (Α)<br />(ρηματ. επίθ.) αυτός που μπορεί να σταλεί ή ριφθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. του ρ. [[ίημι]] «[[ρίχνω]]», που εμφανίζει το αοριστικό θ. <i>ἑ</i>- ([[πρβλ]]. προστ. αορ. <i>ἕ</i>-<i>ς</i>, <i>ἕ</i>-<i>τω</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

(I)
ἐτός (Α)
επίρρ. (πάντοτε με άρνηση) ματαίως, χωρίς λόγο («οὐκ ἐτὸς χωλοὺς ποιεῖς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σε -τος (πρβλ. εντός) < Fετός, αναγόμενο πιθ. σε ΙΕ swe-tos. Ο τ. συσχετίζεται μορφολογικά με αρχ. ινδ. svatah, αβεστ. xvatō «αφ' εαυτού, από το ίδιο», ενώ σημασιολογικά συνδέεται με αλβ. hut «μάταια» και με τον τ. αύτως «μάταια, απερίσκεπτα». Ως παρεκτεταμένος τ. της λέξης ετός θεωρείται το επίθ. ετώσιος < Fετώσιος].
(II)
ἐτός, -ή, -όν (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) ετεός, αληθής
2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἐτά
πράγματι, στ' αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ετάζω].
(III)
ἑτός, -ή, -όν (Α)
(ρηματ. επίθ.) αυτός που μπορεί να σταλεί ή ριφθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. του ρ. ίημι «ρίχνω», που εμφανίζει το αοριστικό θ. - (πρβλ. προστ. αορ. -ς, -τω)].