ζωομύριστος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(16) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζωομύριστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που αναδίδει, που ενέχει ζωή («ζωομύριστον [[ξύλον]] ὁ [[σταυρός]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>μύριστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυρίζω]]), | |mltxt=[[ζωομύριστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που αναδίδει, που ενέχει ζωή («ζωομύριστον [[ξύλον]] ὁ [[σταυρός]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>μύριστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυρίζω]]), [[πρβλ]]. <i>μοσκο</i>-<i>μύριστος</i>, <i>ροδο</i>-<i>μύριστος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
ζωομύριστος: -ον, ὁ μυρίζων, ἐνέχων ζωήν, ζωομύριστον ξύλον ὁ σταυρὸς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne).
Greek Monolingual
ζωομύριστος, -ον (Μ)
αυτός που αναδίδει, που ενέχει ζωή («ζωομύριστον ξύλον ὁ σταυρός», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -μύριστος (< μυρίζω), πρβλ. μοσκο-μύριστος, ροδο-μύριστος].