ζωοτεχνικός: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτεχνία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζωοτεχνική [[υπηρεσία]]» — κρατική [[υπηρεσία]] που επιδιώκει την [[προαγωγή]] της κτηνοτροφίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωοτεχνικά</i> και -<i>ώς</i><br />από την [[άποψη]] της ζωοτεχνίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτεχνία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζωοτεχνική [[υπηρεσία]]» — κρατική [[υπηρεσία]] που επιδιώκει την [[προαγωγή]] της κτηνοτροφίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωοτεχνικά</i> και -<i>ώς</i><br />από την [[άποψη]] της ζωοτεχνίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>zootechnical</i> <span style="color: red;"><</span> <i>zoo</i>- ([[πρβλ]]. <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- [II]) <span style="color: red;">+</span> <i>technical</i> ([[πρβλ]]. [[τεχνικός]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ραϊνόλδο Δημητριάδη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτεχνία
2. φρ. «ζωοτεχνική υπηρεσία» — κρατική υπηρεσία που επιδιώκει την προαγωγή της κτηνοτροφίας.
επίρρ...
ζωοτεχνικά και -ώς
από την άποψη της ζωοτεχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zootechnical < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [II]) + technical (πρβλ. τεχνικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ραϊνόλδο Δημητριάδη].