Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εύφημος: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔφημος]], -ον, Α δωρ. τ. εὔφαμος, -ον)<br />αυτός που χρησιμοποιεί καλά [[λόγια]], ο [[επαινετικός]], ο [[εγκωμιαστικός]], ο [[κολακευτικός]] («εὐφήμους λόγους ποιήσασθαι [[περί]] τε τοῦ πατρός», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐφημη [[μνεία]]» — [[αναφορά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] με επαινετικά [[λόγια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />φημισμένος, [[διάσημος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει ευοίωνη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που προοιωνίζεται καλά, ο [[αίσιος]], ο [[ευοίωνος]] («θεὸν ὑμνεῖν... εὐφήμοις μύθοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που αποφεύγει δυσοίωνες λέξεις, που τηρεί θρησκευτική [[σιγή]] (α. «εὔφημον, ὦ [[τάλαινα]], κοίμησον [[στόμα]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἀφώνως, ἀλόγως τὸ τᾱς εὐφάμου [[στόμα]] φροντίδος ἱέντες» — κινώντας τα χείλη [[χωρίς]] ήχους ή λέξεις, με σιωπηλούς στοχασμούς, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[μαλακός]], [[ήπιος]] («ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι... κατονομάζειν» — να ομιλεί [[κανείς]] με ήπιες εκφράσεις, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπ' εὐφήμου βοῆς» — με [[σιγή]], σιωπηρά<br />β) «εὔφημα φωνῶ» — [[ευφημώ]]<br />γ) «εὔφημοι πόνοι» — ευσεβείς κόποι<br /><b>6.</b> [[πλήρης]] σεβασμού, [[ευλαβικός]] («[[εὔφημος]] καὶ ἀληθὴς [[οὗτος]] ὁ [[λόγος]]», Διον. Αλεξ.)<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὔφημα</i><br />οι έπαινοι, τα εγκώμια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφήμως</i> (ΑΜ εὐφήμως) με εύφημη [[μνεία]], επαινετικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> με ήπιες ή εύσχημες εκφράσεις<br /><b>αρχ.</b><br />με ευοίωνες λέξεις, με αίσιες λέξεις («εὐφήμως καλῶ ἄνασσαν τῆσδ' Ἀθηναίαν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>φημος</i>, [[περί]]-<i>φημος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔφημος]], -ον, Α δωρ. τ. εὔφαμος, -ον)<br />αυτός που χρησιμοποιεί καλά [[λόγια]], ο [[επαινετικός]], ο [[εγκωμιαστικός]], ο [[κολακευτικός]] («εὐφήμους λόγους ποιήσασθαι [[περί]] τε τοῦ πατρός», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐφημη [[μνεία]]» — [[αναφορά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] με επαινετικά [[λόγια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />φημισμένος, [[διάσημος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκπέμπει ευοίωνη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που προοιωνίζεται καλά, ο [[αίσιος]], ο [[ευοίωνος]] («θεὸν ὑμνεῖν... εὐφήμοις μύθοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που αποφεύγει δυσοίωνες λέξεις, που τηρεί θρησκευτική [[σιγή]] (α. «εὔφημον, ὦ [[τάλαινα]], κοίμησον [[στόμα]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἀφώνως, ἀλόγως τὸ τᾱς εὐφάμου [[στόμα]] φροντίδος ἱέντες» — κινώντας τα χείλη [[χωρίς]] ήχους ή λέξεις, με σιωπηλούς στοχασμούς, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[μαλακός]], [[ήπιος]] («ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι... κατονομάζειν» — να ομιλεί [[κανείς]] με ήπιες εκφράσεις, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπ' εὐφήμου βοῆς» — με [[σιγή]], σιωπηρά<br />β) «εὔφημα φωνῶ» — [[ευφημώ]]<br />γ) «εὔφημοι πόνοι» — ευσεβείς κόποι<br /><b>6.</b> [[πλήρης]] σεβασμού, [[ευλαβικός]] («[[εὔφημος]] καὶ ἀληθὴς [[οὗτος]] ὁ [[λόγος]]», Διον. Αλεξ.)<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὔφημα</i><br />οι έπαινοι, τα εγκώμια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφήμως</i> (ΑΜ εὐφήμως) με εύφημη [[μνεία]], επαινετικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> με ήπιες ή εύσχημες εκφράσεις<br /><b>αρχ.</b><br />με ευοίωνες λέξεις, με αίσιες λέξεις («εὐφήμως καλῶ ἄνασσαν τῆσδ' Ἀθηναίαν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>φημος</i>, [[περί]]-<i>φημος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔφημος, -ον, Α δωρ. τ. εὔφαμος, -ον)
αυτός που χρησιμοποιεί καλά λόγια, ο επαινετικός, ο εγκωμιαστικός, ο κολακευτικός («εὐφήμους λόγους ποιήσασθαι περί τε τοῦ πατρός», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «εὐφημη μνεία» — αναφορά σε κάποιον ή σε κάτι με επαινετικά λόγια
μσν.-αρχ.
φημισμένος, διάσημος
αρχ.
1. αυτός που εκπέμπει ευοίωνη φωνή
2. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που προοιωνίζεται καλά, ο αίσιος, ο ευοίωνος («θεὸν ὑμνεῖν... εὐφήμοις μύθοις», Ξεν.)
3. αυτός που αποφεύγει δυσοίωνες λέξεις, που τηρεί θρησκευτική σιγή (α. «εὔφημον, ὦ τάλαινα, κοίμησον στόμα», Αισχύλ.
β. «ἀφώνως, ἀλόγως τὸ τᾱς εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες» — κινώντας τα χείλη χωρίς ήχους ή λέξεις, με σιωπηλούς στοχασμούς, Σοφ.)
4. μαλακός, ήπιος («ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι... κατονομάζειν» — να ομιλεί κανείς με ήπιες εκφράσεις, Πλάτ.)
5. φρ. α) «ὑπ' εὐφήμου βοῆς» — με σιγή, σιωπηρά
β) «εὔφημα φωνῶ» — ευφημώ
γ) «εὔφημοι πόνοι» — ευσεβείς κόποι
6. πλήρης σεβασμού, ευλαβικόςεὔφημος καὶ ἀληθὴς οὗτοςλόγος», Διον. Αλεξ.)
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔφημα
οι έπαινοι, τα εγκώμια.
επίρρ...
ευφήμως (ΑΜ εὐφήμως) με εύφημη μνεία, επαινετικά
μσν.-αρχ.
1. με ήπιες ή εύσχημες εκφράσεις
αρχ.
με ευοίωνες λέξεις, με αίσιες λέξεις («εὐφήμως καλῶ ἄνασσαν τῆσδ' Ἀθηναίαν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φημος (< φήμη), πρβλ. κακό-φημος, περί-φημος].