ηλιόφωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηλιόφωτο</i><br />το φως του ήλιου, το [[ηλιόφως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φως</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λειψί</i>-<i>φωτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηλιόφωτο</i><br />το φως του ήλιου, το [[ηλιόφως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φως</i>), [[πρβλ]]. <i>λειψί</i>-<i>φωτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:22, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο
2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόφωτο
το φως του ήλιου, το ηλιόφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φωτος (< φως), πρβλ. λειψί-φωτος, πολύ-φωτος].