ζευκτός: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ζευτός, -ή, -ό (Α [[ζευκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζευκτό</i>(<i>ν</i>) και <i>ζευτό</i><br />(στις οικοδομές) ο [[τριγωνικός]] [[σκελετός]] της στέγης που αποτελείται από [[συναρμογή]] ξύλων ή από [[μέταλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ζευκτόν</i><br />ο [[ζυγός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνδεδεμένος [[κατά]] ζεύγη (α. «ζευκτοὶ κάλαμοι», <b>Πλάτ.</b><br />β. για το πεντάμετρο: «[[στίχος]] ζευκτῷ ποδί», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο συνδεδεμένος («πορθμὸς γεφύρᾳ [[ζευκτός]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ζευκτόν</i><br />η συρόμενη [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζευκ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ζευγ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>yukta</i>-].
|mltxt=και ζευτός, -ή, -ό (Α [[ζευκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζευκτό</i>(<i>ν</i>) και <i>ζευτό</i><br />(στις οικοδομές) ο [[τριγωνικός]] [[σκελετός]] της στέγης που αποτελείται από [[συναρμογή]] ξύλων ή από [[μέταλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ζευκτόν</i><br />ο [[ζυγός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνδεδεμένος [[κατά]] ζεύγη (α. «ζευκτοὶ κάλαμοι», <b>Πλάτ.</b><br />β. για το πεντάμετρο: «[[στίχος]] ζευκτῷ ποδί», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο συνδεδεμένος («πορθμὸς γεφύρᾳ [[ζευκτός]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ζευκτόν</i><br />η συρόμενη [[άμαξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ζευκ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ζευγ</i>-<i>τός</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]]<br />[[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>yukta</i>-].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ζευκτός:''' [adj. verb. к [[ζεύγνυμι]]<br /><b class="num">1)</b> запряженный (ὀχήματα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> соединенный (κάλαμοι Plat.): [[στίχος]] ἡρῴῳ ζ. [[ποδί]] Anth. стих, присоединенный к героическому, т. е. пентаметр.
|elrutext='''ζευκτός:''' [adj. verb. к [[ζεύγνυμι]]<br /><b class="num">1)</b> запряженный (ὀχήματα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> соединенный (κάλαμοι Plat.): [[στίχος]] ἡρῴῳ ζ. [[ποδί]] Anth. стих, присоединенный к героическому, т. е. пентаметр.
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευκτός Medium diacritics: ζευκτός Low diacritics: ζευκτός Capitals: ΖΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: zeuktós Transliteration B: zeuktos Transliteration C: zefktos Beta Code: zeukto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ζεύγνυμι) A yoked, harnessed, Plu.2.278b, etc.; joined in pairs, κάλαμοι Pl.Epigr.24.4; στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί, of the pentameter, AP7.9 (Damag.). 2 joined, πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός Str. 10.2.8. II ζευκτόν, τό,= ζεῦγος 1.2, Sor.1.49, prob. in Aët.9.30.

Greek (Liddell-Scott)

ζευκτός: ή, όν ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ζεύγνυμι, ἐζευγμένος, Πλούτ. 2. 278Β, κτλ.· συνδεδεμένος κατὰ ζεύγη, κάλαμοι Πλάτ. Ἐπιγρ. 21. 4 Bgk.· στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί, ἐπὶ τοῦ πενταμέτρου, Ἀνδ. Π. 7. 9. 2) συνδεδεμένος, συνεζευγμένος, γεφύρᾳ, ζευκτὸς Στράβ. 452. ΙΙ. ζευκτόν, τό, σῶμα στρατιωτῶν πορευομένων ἀνὰ δύο Ἀνών. Παρὰ Δουκαγγ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
attelé.
Étymologie: adj. verb. de ζεύγνυμι.

Greek Monolingual

και ζευτός, -ή, -ό (Α ζευκτός, -ή, -όν)
αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ζευκτό(ν) και ζευτό
(στις οικοδομές) ο τριγωνικός σκελετός της στέγης που αποτελείται από συναρμογή ξύλων ή από μέταλλο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ζευκτόν
ο ζυγός
αρχ.
1. συνδεδεμένος κατά ζεύγη (α. «ζευκτοὶ κάλαμοι», Πλάτ.
β. για το πεντάμετρο: «στίχος ζευκτῷ ποδί», Ανθ. Παλ.)
2. ο συνδεδεμένος («πορθμὸς γεφύρᾳ ζευκτός», Στράβ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo ζευκτόν
η συρόμενη άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ-τός < ζευγ-τός < ζεύγνυμι
πρβλ. αρχ. ινδ. yukta-].

Russian (Dvoretsky)

ζευκτός: [adj. verb. к ζεύγνυμι
1) запряженный (ὀχήματα Plut.);
2) соединенный (κάλαμοι Plat.): στίχος ἡρῴῳ ζ. ποδί Anth. стих, присоединенный к героическому, т. е. пентаметр.