ημιδεής: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιδεής]], -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] το ήμισυ [[γεμάτος]], [[ελλιπής]], [[μισογεμάτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἡμιδεοῡς» — [[κατά]] το ήμισυ<br /><b>3.</b> ([[αντί]] του [[ημιδαής]]) μισοκομμένος, μισοσχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> ή αμάρτυρο [[δέος]] «[[έλλειψη]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εν</i>-<i>δεής</i>, <i>κατα</i>-<i>δεής</i>].
|mltxt=[[ἡμιδεής]], -ὲς (Α)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] το ήμισυ [[γεμάτος]], [[ελλιπής]], [[μισογεμάτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ ἡμιδεοῡς» — [[κατά]] το ήμισυ<br /><b>3.</b> ([[αντί]] του [[ημιδαής]]) μισοκομμένος, μισοσχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> ή αμάρτυρο [[δέος]] «[[έλλειψη]]»), [[πρβλ]]. <i>εν</i>-<i>δεής</i>, <i>κατα</i>-<i>δεής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιδεής, -ὲς (Α)
1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος
2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῡς» — κατά το ήμισυ
3. (αντί του ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -δεής (< δέω ή αμάρτυρο δέος «έλλειψη»), πρβλ. εν-δεής, κατα-δεής].