ἡμιδεής
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡμιδεές, (δέω B) wanting half, half-full, X. An.1.9.25, AP5.182 (Posidipp.), PSI4.428.24, cj. for -δαής in Nic.Al. 55; ἐξ ἡμιδεοῦς γέμοντα ἤδη from being only half-full... Them.Or. 18.222b.
German (Pape)
[Seite 1167] ές, woran die Hälfte fehlt, halbvoll; βίκοι οἴνου Xen. An. 1, 9, 25; Posidipp. 12 (V, 183) u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont il manque une moitié.
Étymologie: ἡμι-, δέω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμῐδεής: до половины полный (βῖκος οἴνου Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιδεής: -ές, (δέω) ἔχων ἔλλειψιν τοῦ ἡμίσεος, κατὰ τὸ ἥμισυ πλήρης, ἡμιπλήρωτος, βίκους οἴνου ἡμιδεεῖς Ξεν. Ἀν. 1. 9, 25, Ἀνθ. Π. 5. 183, καὶ ἴσως οὕτως ἀναγνωστέον ἐν Νικ. Ἀλ. 55· ― ἐξ ἡμιδεοῦς, κατὰ τὸ ἥμισυ, Θεμιστ. 222Β.
Greek Monolingual
ἡμιδεής, -ὲς (Α)
1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος
2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῦς» — κατά το ήμισυ
3. (αντί του ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -δεής (< δέω ή αμάρτυρο δέος «έλλειψη»), πρβλ. ενδεής, καταδεής].
Greek Monotonic
ἡμιδεής: -ές (δέω), ελλιπής κατά το ήμισυ, ο μισογεμάτος, σε Ξεν., Ανθ.