ηλιόφιλος: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(16) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο, θηλ. και ηλιόφιλη<br /><b>1.</b> (για φυτά, ζώα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αγαπά τον ήλιο, αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο [[ηλιοχαρής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b | |mltxt=-ο, θηλ. και ηλιόφιλη<br /><b>1.</b> (για φυτά, ζώα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αγαπά τον ήλιο, αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο [[ηλιοχαρής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> η [[ηλιόφιλος]]<br />αγγειόσπερμο δικότυλο [[φυτό]] της τάξης καπαρώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), [[πρβλ]]. <i>θεό</i>-<i>φιλος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φιλος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και ηλιόφιλη
1. (για φυτά, ζώα κ.λπ.) αυτός που αγαπά τον ήλιο, αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο ηλιοχαρής
2. το θηλ. ως ουσ. βοτ. η ηλιόφιλος
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό της τάξης καπαρώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεό-φιλος, μεγαλό-φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].